Γράφει η Χρυσούλα Στίγκα
Με βάση τους ορισμούς που έχουν αποδοθεί από ειδικούς μελετητές ως τοξική παραγωγικότητα ορίζεται η υπερβολική εργασία η οποία μπορεί να είναι επιβλαβής σε διάφορους τομείς της καθημερινότητας μας. Κοινώς, ορίζεται ως η ανάγκη “να κάνω κάτι” ή η ανάγκη “να κάνω κάτι παραπάνω”. Τα άτομα που παρουσιάζουν συμπεριφορές τοξικής παραγωγικότητας συνεχώς αναζητούν έναν “παραγωγικό” τρόπο να απασχοληθούν και να γεμίσουν το πρόγραμμά τους.
Αυτό επιτυγχάνεται με την υπερφόρτωση του καθημερινού προγράμματός τους είτε αυτό σημαίνει ανάληψη περίσσιων ευθυνών στον εργασιακό τους χώρο, είτε υπερφόρτωση του ακαδημαϊκού προγράμματος τους. Στην καθημερινή μας ζωή ίσως την αναγνωρίζουμε ως “εργασιομανία”.
Η τoξική παραγωγικότητα δεν αποτελεί νέο φαινόμενο, αντιθέτως είναι μια νοοτροπία που παρατηρείται στις δυτικές κοινωνίες εδώ και δεκαετίες. Ωστόσο φαίνεται πως η εξάπλωσή της έχει κορυφωθεί τα τελευταία χρόνια κυρίως μετά την άφιξη της πανδημίας.
Παράγοντες που συντέλεσαν στην εξάπλωση του φαινομένου
Αυτό το φαινόμενο δεν μπορεί να αποδοθεί σε έναν παράγοντα, αντιθέτως αποτελεί συνάρτηση μιας πληθώρας παραγόντων. Τα social media διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην εκθετική εξέλιξη του φαινομένου. Κυρίως σε instagram και tiktok προβάλλονται καθημερινά εξιδανικευμένα πρότυπα καθημερινής ρουτίνας από influencers τα οποία στην πραγματικότητα προβάλουν μια ρομποτική καθημερινότητα που περιλαμβάνει πρωινό ξύπνημα, υγιεινή διατροφή, ατελείωτες ώρες “παραγωγικής” εργασίας και δραστηριοτήτων χωρίς κανένα περιθώριο για ξεκούραση ή αποφόρτιση.
Ωστόσο, οι συνθήκες που επικρατούν στην σημερινή κοινωνία δημιούργησαν εύκρατο κλίμα για την “άνθιση” της τοξικής παραγωγικότητας. Οι γρήγοροι ρυθμοί της καθημερινότητας και οι υψηλές απαιτήσεις της κοινωνίας έχουν διαμορφώσει ένα ανταγωνιστικό κλίμα -κυρίως για τη νεολαία- που αναγκάζει τον κόσμο να εξαντλείται ώστε να καταφέρει να ανταπεξέλθει και να ακολουθήσει αυτούς τους ρυθμούς.
Πανδημία και (τοξική) παραγωγικότητα
Η τοξική παραγωγικότητα ενισχύθηκε από τον εγκλεισμό που συνόδευσε την πανδημία του κορονοϊού. Ξαφνικά ο κόσμος είχε άπλετο ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή του αλλά ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων αντί να τον αξιοποιήσει για ξεκούραση και αποφόρτιση επέλεξε να προσθέσει περισσότερες δραστηριότητες στο πρόγραμμά του σε βαθμό που να μην του επιτρέπεται η ξεκούραση.
Επί παραδείγματι πολλοί αφότου ολοκλήρωναν την (τηλε-)εργασία, συνέχιζαν την ημέρα τους μαθαίνοντας μία ξένη γλώσσα, ένα νέο skill, άλλοι συνέχιζαν τη δουλειά με τους ίδιους ρυθμούς εκτελώντας “υπερωρίες”, ή άλλοι αξιοποίησαν τον χρόνο τους κάνοντας ατέλειωτες ώρες γυμναστική σε ανθυγιεινό βαθμό. Όλες αυτές οι ενέργειες γίνονταν προκειμένου να αξιοποιηθεί αυτή η πρωτόγνωρη περίσσεια χρόνου με “παραγωγικό” τρόπο, να νιώθουν πως με κάποιο τρόπο απασχολούνται.
Ο εγκλεισμός και η διαταραχή της ρουτίνας σε όλους μας είχε ως αποτέλεσμα να μας κατακλύσει ένα αίσθημα αβεβαιότητας -ειδικά όσον αφορά το μέλλον. Η ανάγκη των ανθρώπων για ένα γεμάτο πρόγραμμα γέμιζε το κενό που δημιούργησε η πανδημία κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ξαφνικά ο κόσμος έχασε τον έλεγχο της καθημερινότητας του και τίποτα πλέον δεν ήταν σταθερό. Επομένως, η ανάγκη ανάκτησης του ελέγχου οδήγησε στην δημιουργία ενός ρομποτικού και στεγνού προγράμματος το οποίο προκαλούσε παροδική ευφορία επειδή αποσπούσε τον κόσμο από τα αισθήματα άγχους και στρες που τους κατέκλυζαν κατά την περίοδο της πανδημίας.
Επιπροσθέτως, ο επιπλέων ελεύθερος χρόνος σήμαινε και περισσότερος χρόνος που μπορεί να αφιερώσει κανείς στα social media απ’ ότι συνήθιζε πριν. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής παρουσιάζεται μία εξιδανικευμένη μορφή της και η καθημερινή ρουτίνα δεν αποτελεί εξαίρεση. Κατά τη διάρκεια ειδικά της πανδημίας αφού πλέον ήταν αδύνατο οι δημοσιεύσεις να έχουν ως επίκεντρο εξόδους, ταξίδια, πάρτι κ.τ.λ. υπήρξε μία άνοδος των δημοσιεύσεων που εστίαζαν στην “παραγωγικότητα” εν μέσω της πανδημίας. Έτσι προσπαθώντας να μειώσει τις τύψεις και τις ενοχές ο κόσμος προσπάθησε να υιοθετήσει αυτόν τον παραγωγικό τρόπο ζωής.
Τα προβλήματα της τοξικής παραγωγικότητας
H υπέρμετρη παραγωγικότητα αποδεικνύεται επιβλαβής τόσο για την ψυχική υγεία των ατόμων όσο και για την προσωπική τους ζωή. Τα άτομα που υπερφορτώνουν την καθημερινότητα τους εξουθενώνονται ψυχικά και οδηγούνται σε burnout με αποτέλεσμα εν τέλει να μειώνεται η συνολική απόδοσή τους. Αυτή η κουλτούρα εργασιομανίας είναι μια μορφή καταπίεσης προς το ίδιο το άτομο που υιοθετεί την υπερπαραγωγικότητα και μπορεί να οδηγήσει σε ψυχικές διαταραχές.
Συμπεριφορές τοξικής παραγωγικότητας επηρεάζουν αρνητικά την προσωπική ζωή του ατόμου. Η ανάγκη για την ύψιστη παραγωγικοτητα υποβαθμίζει την κοινωνική ζωή και τις προσωπικές σχέσεις καθώς ενθαρρύνει την απομόνωση και επιτυγχάνεται στα πλαίσια αυτής.
Το πραγματικό πρόβλημα με αυτή τη νοοτροπία είναι πως δεν αντιμετωπίζεται ως αρνητική και δεν προβάλλεται ως συμπεριφορά προς αποφυγή. Αντιθέτως, αντιμετωπίζεται ως μια μορφή ύψιστης πειθαρχίας και αυτοσυγκράτησης. Ένα υπερπαραγωγικό άτομο επαινείται μαζικά και σε κάποιες περιπτώσεις παρουσιάζεται ως παράδειγμα προς μίμηση.
Η υγιής παραγωγικότητα δεν είναι αρνητική συνήθεια, αντιθέτως χάρη σε αυτή μπορούμε να επιτυγχάνουμε τους στόχους μας, να μορφωνόμαστε και να αποκτάμε νέες δυνατότητες. Όμως όπως και οτιδήποτε άλλο, έτσι και η παραγωγικοτητα χρειάζεται να γίνεται με μέτρο διότι είναι σημαντικό να τιμάται η ανάγκη του ανθρώπου για ξεκούραση.