Γράφει η Νάσια Κακαβά
Με βάση τις επικείμενες εκλογές που πρόκειται να διαδραματιστούν στην χώρα μας στις 21 Μαΐου 2023 θα ήταν εύλογο να αναφερθούμε στα εκλογικά συστήματα που υπάρχουν και σαφέστερα, στο εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, αφού με αυτό το σύστημα θα αναδειχτούν οι αιρετοί αντιπρόσωποι του έθνους μέσα στους επόμενους μήνες.
Με τον όρο εκλογικό σύστημα λοιπόν, δεν εννοούμε τίποτα άλλο παρά τον τρόπο με τον οποίο κατανέμονται οι βουλευτικές έδρες μεταξύ των κομμάτων και των υποψηφίων που μετέχουν στην εκλογική διαδικασία βάσει των ψήφων που έλαβε φυσικά κάθε συνδυασμός.
Τα εκλογικά συστήματα διακρίνονται σε αναλογικά, πλειοψηφικά, και μεικτά. Με βάση τις εκλογικές έδρες που διαθέτει κάθε εκλογική περιφέρεια διαχωρίζονται σε μονοεδρικά και πολυεδρικά. Ακολούθως, λοιπόν διακρίνονται σε αναλογικά πολυεδρικά, πλειοψηφικά μονοεδρικά αλλά και σε πλειοψηφικά πολυεδρικά. Στην Ευρώπη, είθισται να επικρατούν τα μεικτά εκλογικά συστήματα.
Στη συντριπτική πλειονότητα των χωρών (ευρωπαϊκών και μη) το εκλογικό σύστημα προβλέπεται σε κανόνες δικαίου από τους οποίους άλλοι έχουν θεσπιστεί και ισχύουν στο Σύνταγμα και άλλοι υπάρχουν στην ισχύουσα νομοθεσία των κρατών, καθιστώντας τα εκλογικά συστήματα για όλες τις εκλογικές διαδικασίες σχεδόν ίδια κάθε φορά.
Δεν μπορούμε να πούμε όμως, ότι η προαναφερθείσα τακτική εφαρμόζεται και στην Ελλάδα. Στην χώρα μας, σπάνια, εφαρμόστηκε το ίδιο εκλογικό σύστημα ακόμα και σε δύο συνεχόμενες εκλογές μια και στο Σύνταγμα δεν προβλέπεται μόνιμη ρύθμιση που να σχετίζεται με την ανάδειξη των βουλευτών και αυτό έχει ως απότοκο οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις να ψηφίζουν εκλογικό νόμο που θα καθορίζεται το εκλογικό σύστημα με το οποίο θα διεξαχθούν οι επόμενες βουλευτικές εκλογές.
Από το 1844 μέχρι και το 1923 οι βουλευτικές εκλογές διεξάγονταν με πλειοψηφικό σύστημα.
Το απλό πλειοψηφικό σύστημα ( First-past-the-post) είναι ένα εκλογικό σύστημα στο οποίο τα μέλη του εκλογικού σώματος ψηφίζουν έναν υποψήφιο της επιλογής τους, και ο υποψήφιος που συγκεντρώνει τις περισσότερες ψήφους κερδίζει.
Από το 1926 μέχρι το 1956 γίνεται εναλλαγή πλειοψηφικού με αναλογικού συστήματος. Ενώ από το 1956 και έπειτα κυριαρχεί το αναλογικό με ποικίλες εκφάνσεις.
Η αναλογική εκπροσώπηση χαρακτηρίζει τα εκλογικά συστήματα στα οποία η δύναμη κάθε παράταξης του εκλογικού σώματος αντικατοπτρίζεται αναλογικά στις έδρες που καταλαμβάνει στο εκλεγμένο σώμα. Για παράδειγμα, αν ένα κόμμα συγκεντρώσει το 25% των ψήφων, καταλαμβάνει και το 25% των εδρών της βουλής.
Από το 1994 και μετά ισχύουν μεικτά εκλογικά συστήματα (συνδυασμός αναλογικού με πλειοψηφικού συστήματος).
Στις εκλογές που θα διεξαχθούν τον Μάιο η εκλογική αναμέτρηση θα πραγματωθεί με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής. Η δυνατότητα λοιπόν σχηματισμού κυβέρνησης από την πρώτη κιόλας κάλπη φαντάζει σενάριο ουτοπικό. Αυτό συμβαίνει διότι, σε αντιδιαστολή με την ενισχυμένη αναλογική , η απλή αναλογική δεν διαθέτει το bonus των 50 εδρών σύμφωνα με τον τροποποιημένο νόμο 3231/2004. Άρα, η δυνατότητα μιας αυτόνομης και ισχυρής κυβέρνησης από την πρώτη κιόλας κάλπη φαίνεται να συρρικνώνεται.
Αν και το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής είναι δικαιότερο, όπως μπορεί να φανταστεί κάποιος, από το σύστημα ενισχυμένης αναλογικής, καθώς η τελευταία σε κάθε περίπτωση, αντικρούει την αρχή της ισοδυναμίας ψήφου, η ενισχυμένη αναλογική είναι αυτή που θα δώσει την δυνατότητα να σχηματιστεί μια ισχυρή, αυτόνομη και σταθερή χωρίς πολιτικές κόντρες κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Αν λοιπόν, από την πρώτη κάλπη δεν σχηματιστεί κυβέρνηση λόγω έλλειψης του εκλογικού ποσοστού άνω των 50% ή το ποσοστό του πρώτου κόμματος ή των άλλων κομμάτων που μετέχουν δεν είναι μεγαλύτερο από αυτά που μένουν εκτός βουλής οι διερευνητικές εντολές που δίδει η Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι «προ των πυλών». Αν και οι διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν, οι επαναληπτικές εκλογές θα αποτελούν απτή πραγματικότητα και τότε αυτές θα γίνουν με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής σύμφωνα με τον νόμο 4654/2020 θέτοντας σε ισχύ πλέον «το σύστημα bonus» των 50 εδρών.