Γράφει ο Θεοχάρης Ταβαντζής
Υπάρχουν ορισμένες στιγμές στη ζωή που όσα έχουν διαδραματιστεί γύρω από μια κατάσταση σε ωθούν να πιστέψεις ότι δεν πάει άλλο, ότι κάτι θα αλλάξει. Αναρωτιέσαι, δεν γίνεται να επιμένουν, να μένει η συνθήκη ως έχει, θα υπάρχει μια στοιχειώδης λογική.
Κι όμως, η Αξιωματική Αντιπολίτευση της χώρας, ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία έρχεται στο τέλος μιας τετραετίας ως Αξιωματική Αντιπολίτευση της Ελλάδας να μας αποδείξει ότι τελικά μπορεί να μένει το αφήγημα ως έχει, μπορεί να διεκδικεί τη διακυβέρνηση της χώρας βασιζόμενος σε μία άνευ προηγουμένου επιμονή σε μια ατελέσφορη πολιτική προσέγγιση. Η παραπάνω άποψη δεν προκύπτει εν τη ρυμή του λόγου, βασίζεται σε συγκεκριμένα και επαναλαμβανόμενα γεγονότα, τα οποία θα αναλυθούν στη συνέχεια.
Ξεκινώντας από τα πιο βασικά.
Η προεκλογική εκστρατεία του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, όταν και προέκυψε η περιβόητη συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ βασίστηκε σε μια λογική διχόνοιας, φανατισμού και συνθημάτων «ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν». Στηρίχθηκε, δηλαδή, στην πιο συνηθισμένη μορφή δημαγωγίας, όπου αντί να προβάλεις τα προτερήματά σου, το πρόγραμμά σου, καλλιεργείς ένα κλίμα πόλωσης ανάμενα στους καλούς (εμάς) και στους κακούς (όλους τους υπόλοιπους). Μια λογική, η οποία επικρατούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της τετραετίας και συνεχίζει να επικρατεί στον πολιτικό τους λόγο, ακόμα και μεταξύ κορυφαίων στελεχών τους.
Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι η εν λόγω τακτική ακολουθείται από την πλειονότητα του πολιτικού κόσμου, με την παρουσία της τοξικότητας στον πολιτικό λόγο να είναι διακριτή. Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι οι υπόλοιποι βασίζουν την καμπάνια τους σε ένα κυβερνητικό πρόγραμμα, το οποίο είναι δομημένο, οργανωμένο και στα πλαίσια της εποχής. Εν αντιθέσει, το αντίστοιχο πρόγραμμα του κόμματος που διεκδικεί με τις δικές του πιθανότητες το κυβερνητικό χρίσμα ανέβηκε σε ένα αρχείο word. Στην εποχή που οι ψηφιακές δεξιότητες, η επικοινωνία και το marketing θεωρούνται το παν, μια τέτοια έλλειψη οργάνωσης και σοβαρότητας μόνο ως ανεπάρκεια μπορεί να θεωρηθεί.
Μια απουσία σοβαρότητας, για την οποία τα δείγματα ήταν ορατά διά γυμνού οφθαλμού σε μια σειρά από σοβαρά ζητήματα. Ξεκινώντας από το βασικότερο, την καμπάνια υπέρ του εμβολιασμού. Την ώρα που τα άλλα δύο μεγάλα κόμματα της χώρας διοργάνωναν τις δικές τους εκστρατείες εμβολιασμού, ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης έκανε λόγο για ξεστοκάρισμα και κορυφαία στελέχη για αναποτελεσματικά εμβόλια.
Από την άλλη παρασυρόμενοι από το επαναστατικό πνεύμα των σχολικών τους χρόνων, ο Αλέξης Τσίπρας και η κοινοβουλευτική του ομάδα αποφάσισαν την αποχή από τις κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες (31/01/23). Άραγε πώς μπορεί να αισθάνεται αυτό το 31,53%, το οποίο μεταφράζεται σε 1.781.057 Έλληνες πολίτες, που ψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιουλίου(!) του ’19 για να τους εκπροσωπεί στη Βουλή; Αν τελικά δεν είναι αυτό ασέβεια στους δημοκρατικούς θεσμούς, τι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως τέτοια;
Αναφερόμενος στα σχολικά χρόνια, θα ήθελα να σταθώ και σε μια προεκλογική δέσμευση του Τσίπρα κατά τη διαδικασία απαντήσεων σε ερωτήσεις φίλων του κόμματος σχετικά με την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ) στα ελληνικά ΑΕΙ. Ως νέος, ο οποίος αποφοίτησε την περασμένη χρονιά από ελληνικό Πανεπιστήμιο, θα περίμενα να ακούσω εξαγγελίες για αναβάθμιση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Ενδεικτικά, ιδιαίτερα σημαντική και ωφέλιμη θα ήταν η εξαγγελία για χρηματοδότηση της έρευνας, με σκοπό να στηριχτούν οι πολλοί διακεκριμένοι ερευνητές της χώρας, καθώς και όσοι νέοι αποφασίσουν να ασχοληθούν με αυτόν τον κλάδο, ένας χώρος με τεράστια περιθώρια, αλλά δυστυχώς με ελάχιστα κίνητρα, με ευθύνη όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων.
Όλα αυτά δεν κρίθηκαν επαρκή από τον πρόεδρο της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, ο οποίος αναλώθηκε σε ακόμα ένα σόου λαϊκισμού και ψηφοθηρίας. Δεσμεύτηκε λοιπόν, για την κατάργηση της ΕΒΕ από τη φετινή κιόλας χρονιά, η οποία αποτελεί κατά δική του ομολογία ένα τέχνασμα του Μητσοτάκη και της Κεραμέως για να κόψουν χιλιάδες νέους από τα ελληνικά Πανεπιστήμια… Με άλλα λόγια, ο Πρωθυπουργός και η Υπουργός Παιδείας ευθύνονται για όσους υποψηφίους δεν μπορούν να γράψουν τους στοιχειώδεις βαθμούς στα εξεταζόμενα μαθήματα.
Αφήνοντας ασχολίαστο το συλλογισμό, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ μας προϊδεάζει για επιστροφή στη λογική ότι όλοι οι νέοι πρέπει να εισέλθουν σε κάποιο ελληνικό ΑΕΙ, ακόμα και με γραπτά του τρία και του τέσσερα. Θεωρείται αυτό βήμα μπροστά ή άλματα προς τα πίσω για την αναβάθμιση της Εκπαίδευσης της χώρας; Ας κρίνει ο καθένας με τα δικά του προσωπικά κριτήρια.
Τέλος, άξια αναφοράς και προβληματισμού κρίνεται και η βάση της προεκλογικής καμπάνιας του κόμματος, η οποία μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Στο τέλος της πολιτικής διαφήμισης του ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, αναφέρεται «Δικαιοσύνη Παντού», σλόγκαν το οποίο αποτελεί και τίτλο του σχετικού κυβερνητικού προγράμματος. Μια δέσμευση, η οποία βρίσκει σύμφωνους όλους τους πολίτες, οι οποίοι τοποθετούνται στο δημοκρατικό τόξο, ανεξαρτήτως ιδεολογικών πεποιθήσεων και χώρου.
Η μόνη απορία που γεννάται, θεωρώ εύλογα, είναι η εξής: Πώς άραγε θα υπάρχει δικαιοσύνη παντού όταν κορυφαίο στέλεχος της παράταξης και υποψήφιος στις εκλογές της 21ης Μαΐου έχει καταδικαστεί με καθολική πλειοψηφία, ήτοι 13-0, από το ειδικό δικαστήριο; Εκτός αν η γραμμή του κόμματος είναι ότι σε περίπτωση καταγγελίας μένεις εκτός (βλ. Γεωργουλή), αλλά σε περίπτωση ομόφωνης καταδίκης είσαι ξανά υποψήφιος. Σε αυτήν την περίπτωση πάμε πάσο και σηκώνουμε τα χέρια ψηλά…
Παρ’όλες τις ανακρίβειες, τον λαϊκισμό, την ασυνέπεια ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να είναι το δεύτερο κόμμα στην τελευταία δημοσκόπηση της Marc (26/04), συγκεντρώνοντας ένα αρκετά υψηλό ποσοστό. Το αφήγημα και τα πρόσωπα παραμένουν τα ίδια με το 2015, ωστόσο οι συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές. Βάσει αυτών και από τη στιγμή που το κυβερνών κόμμα δύσκολα θα αλλάξει στις προσεχείς εκλογές, η χώρα χρειάζεται μια περισσότερο συνεπή, υπεύθυνη και υγιή Αξιωματική Αντιπολίτευση. Τα πρόσωπα υπάρχουν, ευχή όλων να αποτυπωθεί και στις κάλπες.