73 χρόνια από τον Πόλεμο της Κορέας

Η ιστορία της Κορέας παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τις ιστορίες άλλων κρατών που η γεωγραφική τους θέση ανάμεσα σε δύο ισχυρότερα γειτονικά κράτη τα καθιστά πόλο έλξης και διεκδίκησης εκατέρωθεν και σίγουρα αποτέλεσε σημαίνουσα καμπή του Ψυχρού Πολέμου.

Γράφει η Ελένη Μαρία Τσαλέρα

Η ιστορία της Κορέας παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τις ιστορίες άλλων κρατών που η γεωγραφική τους θέση ανάμεσα σε δύο ισχυρότερα γειτονικά κράτη τα καθιστά πόλο έλξης και διεκδίκησης εκατέρωθεν και σίγουρα αποτέλεσε σημαίνουσα καμπή του Ψυχρού Πολέμου.[1] Με εξαίρεση, λοιπόν, το σύντομο χρονικό διάστημα που η Κορέα ήταν υπό μογγολική κατοχή, συνήθως την εξουσία νέμονταν δύο δυναστείες.[2] 

Η χώρα επιβίωσε από τις πολλαπλές επιδρομές της Ιαπωνίας και της Μαντζουρίας κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, για να γίνει τελικά το μήλο της Έριδος των πολιτικών παιχνιδιών των τριών μεγάλων δυνάμεων της Άπω Ανατολής, της Κίνας, της Ρωσίας και της Ιαπωνίας. Η τελευταία κέρδισε έδαφος έναντι των άλλων δύο, κατορθώνοντας τελικά να προσαρτήσει την Κορέα το 1910. Έτσι, ακόμη και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Κορέα βρισκόταν υπό ιαπωνική κατοχή, αν και το 1943, με τη Διακήρυξη του Καΐρου, απέκτησε de jure και πάλι την ανεξαρτησία της, μετά από συνεννόηση των τριών μεγάλων προσωπικοτήτων, Ρούζβελτ, Τσώρτσιλ και Τσανγκ Κάι Σεκ.[3]

Μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, το 1945, οι ιαπωνικές δυνάμεις, όταν παραδόθηκαν ηττημένες, βρέθηκαν αφενός απέναντι στον αμερικανικό στρατό στο νότο της κορεατικής χερσονήσου και αφετέρου στον σοβιετικό στο βορρά. Το συμπτωματικό αυτό γεγονός, της ταυτόχρονης στρατιωτικής παρουσίας στην κορεατική χερσόνησο των δύο μεγάλων νικητριών δυνάμεων του πολέμου, σφράγισε τη μοίρα της Κορέας με τρόπο απόλυτα μη προβλέψιμο τότε, αλλά τόσο ανεξίτηλο που ελάχιστα έχουν αλλάξει στα εβδομήντα χρόνια που ακολούθησαν.

Παρατηρούμε λοιπόν ότι η Κορέα έμεινε χωρισμένη σε δύο τμήματα, με το Βόρειο, υπό την αιγίδα αρχικά της ΕΣΣΔ, να μετασχηματίζεται σε κομμουνιστικό, ενώ το Νότιο, τασσόμενο με τις ΗΠΑ, να απηχεί μια δυτικότροπη νοοτροπία. Το νοητό και de facto σύνορο μεταξύ των δύο τμημάτων ήταν ο 38οςπαράλληλος, γραμμή οριοθέτησης που αποτέλεσε τον καρπό των διαπραγματεύσεων αξιωματικών του στρατού και όχι επίσημων πολιτικών και διπλωματικών αποφάσεων. Παρόλα αυτά, η ως άνω προσωρινή ρύθμιση έγινε αποδεκτή και η διατήρησή της αποτέλεσε τροχοπέδη στο όραμα για μια ενιαία κυβέρνηση στο μέλλον.

Όσες προσπάθειες έγιναν, κυρίως εκπορευόμενες από τις δύο μεγάλες δυνάμεις, ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση, με μορφή εκλογών, αντί να οδηγούν προς την επίλυση της κρίσης και την ενοποίηση της Κορέας, αντίθετα υπονόμευαν την ενότητα, εφόσον η παρουσία τους ουσιαστικά δίχαζε περαιτέρω τη χώρα. Έτσι, το τελικό χτύπημα ήρθε το πρώτο εξάμηνο του 1950 με τις εκλογές να διεξάγονται στο νότιο τμήμα, χωρίς όμως νομιμοποίηση στο βόρειο, όπου επιδίδονταν σε προπαγάνδα με σκοπό τη συγχώνευση των δύο τμημάτων υπό δική τους διοίκηση. Όλα αυτά έδρασαν καταλυτικά, ώστε να ξεκινήσει ο πόλεμος. 

Ο πόλεμος της Κορέας (25 Ιουνίου 1950-27 Ιουλίου 1953)
Τα γεγονότα της περιόδου 1950-1953

Ο πόλεμος της Κορέας ξέσπασε στις 25 Ιουνίου του 1950, εννέα μήνες μετά την ανακήρυξη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, όταν ο στρατός των Βορείων εισέβαλε στο νότιο τμήμα, περνώντας τα σύνορα, τον 38ο παράλληλο, και καταλαμβάνοντας ακόμη και την πρωτεύουσα των Νοτίων, τη Σεούλ, τον Αύγουστο του ίδιου έτους.

Το γεγονός αυτό προκάλεσε μεγάλη έκπληξη στην κοινή γνώμη της εποχής, κυρίως επειδή θεώρησαν ότι, παρά το γεγονός ότι έδρασε με δική της πρωτοβουλία η Βόρεια Κορέα, υποκινήθηκε η ενέργεια από τις δύο μεγάλες κομμουνιστικές δυνάμεις, Κίνα και Σοβιετική Ένωση. Σε κάθε περίπτωση πάντως η κίνηση αυτή των Βορείων θεωρήθηκε παραβίαση εθνικής κυριαρχίας και κυριότητας κράτους και έφερε κατά κάποιο τρόπο τους συμμάχους της προ τετελεσμένου, δεδομένου ότι και η Κίνα είχε δικά της σχέδια για κατάληψη της Ταϊβάν, κάτι το οποίο τελικά ματαιώθηκε εξαιτίας των συγκεκριμένων εξελίξεων.[4]

Επιπλέον, φαίνεται ότι ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας, Κιμ Ιλ-σουνγκ, πρόβαλε με έναν ιδανικό τρόπο την επίθεση στην Νότια Κορέα, πείθοντας τον Στάλιν ότι η συγκεκριμένη ενέργεια ήταν σωστά ζυγισμένη και θα απέφερε κέρδος, ακόμη και στη δική του χώρα. Ο σοβιετικός αρχηγός δεν ήταν σίγουρος για τον πόλεμο, ωστόσο όλα δείχνουν ότι ο κύβος ερρίφθη τελικά μετά από τις δηλώσεις του αμερικανού Ντιν Άτσεσον, Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, όταν διακήρυξε ότι η Νότια Κορέα δεν περιλαμβανόταν στις περιοχές τις οποίες οι ΗΠΑ ήταν διατεθειμένες να υπερασπιστούν και να στηρίξουν σε ενδεχόμενη πολεμική εμπλοκή.

Οδηγήθηκαν λοιπόν στη σύρραξη, εξαιτίας και πολλών παρανοήσεων των δύο αντίπαλων δυνάμεων ως προς τις προθέσεις και τις ενέργειες της άλλης, καθώς τελικά τα γεγονότα πήραν ανεξέλεγκτη τροπή.[5]

Πιο συγκεκριμένα, δεδομένου ότι οι ΗΠΑ δεν παρέμειναν αδρανείς και αμέτοχες, παρά αναθεώρησαν τη στάση τους και ανέλαβαν δράση, προκειμένου να απελευθερώσουν τη Νότια Κορέα, κινήθηκαν με τρόπο που αποτέλεσε παραβίαση του διεθνούς δικαίου, αφού για να απωθήσουν τις δυνάμεις της Βόρειας Κορέας, παραβίασαν τον 38ο παράλληλο, γεγονός που εξέλαβε η Κίνα ως ευθεία απειλή. 

Αυτό που επιχειρήθηκε από την Αμερική δηλαδή ήταν, μετά από αίτημά της, να επέμβει το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για να επέλθει η τάξη και τα στρατεύματα εισβολής να επιστρέψουν στο βόρειο τμήμα. Τρούμαν και Μακ Άρθρουρ δεν θα μπορούσαν επίσης να μην εμπλακούν. Ο πρώτος ζητεί από τον στρατηγό του τη στήριξη της Νότιας Κορέας σε συνδυασμό με τον αποκλεισμό της Ταϊβάν από τον αμερικανικό στόλο. Πολύ γρήγορα αρκετά κράτη συνασπίστηκαν στον κοινό σκοπό, επανδρώνοντας τις δυνάμεις του ΟΗΕ υπό τις εντολές του στρατηγού Μακ Άρθουρ. Αξίζει να αναφέρουμε ότι μεταξύ των χωρών που συμμετείχαν ήταν και η Ελλάδα, η οποία απέστειλε εκστρατευτικό σώμα στην Κορέα.

Η κατάσταση παρέμεινε χωρίς ουσιαστικές εξελίξεις όλο το καλοκαίρι του 1950. Η Βόρεια Κορέα κέρδιζε συνεχώς έδαφος, όταν τελικά τον Σεπτέμβριο, οι δυνάμεις του ΟΗΕ αποβιβάστηκαν στο λιμάνι της Ιντσόν (40χλμ. περίπου δυτικά της Σεούλ), αναγκάζοντας τα βορειοκορεατικά στρατεύματα που είχαν κινηθεί πολύ νοτιότερα να υποχωρήσουν για να μην αποκοπούν.[6] Έτσι, ενώ όλα έδειχναν ότι το τέλος της σύρραξης ήταν κοντά, η αμερικανική στρατιωτική ηγεσία επέλεξε να συνεχίσει και αψηφώντας τις προειδοποιήσεις της Κίνας, επιχείρησε να πιέσει μέχρι να διαλύσει το κομμουνιστικό καθεστώς.

Μέσα σε ένα μήνα λοιπόν έφτασαν οι συμμαχικές δυνάμεις που υποστήριζαν τη Νότια Κορέα μέχρι τα σύνορα της Μαντζουρίας, όμως στις 26 Νοεμβρίου η Κίνα ανταπαντά, προκαλώντας έκπληξη τόσο στον Μακ Άρθουρ, όσο και στον Τρούμαν, αφού η αντεπίθεση των κινεζικών στρατευμάτων ήταν εκτός των προβλέψεών τους. 

Η ενέργεια αυτή, ωστόσο, υπό το πρίσμα της κινεζικής πλευράς θεωρήθηκε καθαρά προληπτική και αμυντική, προκειμένου να αναχαιτιστεί η εκδήλωση τακτικών που ακολουθήθηκαν στο παρελθόν από την Αμερική, κατά την ιαπωνική επίθεση, καθώς η Κίνα πίστευε πως η Ουάσιγκτον θα αξιοποιούσε τον πόλεμο ως πρόσχημα, με σκοπό να παρέμβει και στην Κίνα, για να ανατρέψει τη λαϊκή δημοκρατία που είχε εγκαθιδρυθεί μετά την επικράτηση των κομμουνιστών. Σε κάθε περίπτωση, λόγω και της εξάντλησης των αμερικανικών στρατευμάτων αυτή τη φορά, η κίνηση της Κίνας στέφθηκε από επιτυχία και μάλιστα ένα μήνα μετά, το Δεκέμβρη η τελευταία ανέκτησε την Πιονγκγιάνγκ και λίγο αργότερα και τη Σεούλ.

Υπό τις συνθήκες αυτές οι ΗΠΑ δεν είχαν άλλη επιλογή, παρά να αποδεχτούν ότι είχε έρθει η ώρα για ματαίωση του σχεδίου τους περί επανένωσης της Κορέας υπό κυβέρνηση της δικής τους επιλογής, καθώς κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε πόλεμο με την Κίνα και ίσως ακόμη και με την ΕΣΣΔ. Οι προσδοκίες της Αμερικής λοιπόν ψαλιδίστηκαν, για να περιοριστούν και πάλι αποκλειστικά στη διασφάλιση του ορίου του 38ου παραλλήλου.[7]

Το τόλμημα της Κίνας να επιτεθεί πρώτη αυτή τη φορά, περνώντας από το αμυντικό στο επιθετικό στάδιο, απέβη προς όφελός της. Βέβαια αυτό σήμανε μεταβολή των αντιμαχόμενων στο πολεμικό πεδίο, καθώς η διεξαγωγή του πολέμου ανελήφθη κυρίως από την Κίνα εναντίον της Αμερικής, ως ένα είδος «αποστολή τιμωρίας του εισβολέα»[8]. Η εξέλιξη της σινοαμερικανικής πλέον σύγκρουσης, θα κρινόταν από τις αποφάσεις των ΗΠΑ, στο εσωτερικό των οποίων όμως επικρατούσε διχογνωμία όσον αφορά την επιλογή της κλιμάκωσης ή της αποκλιμάκωσης της σύγκρουσης με το αντίπαλο κράτος.

Πιο συγκεκριμένα, ο Μακ Άρθρουρ υποστήριζε την κλιμάκωση, προκειμένου να εκτονωθεί επιτέλους η μόνιμα σοβούσα ένταση ανάμεσα στις δύο δυνάμεις, ενώ για την τελική επικράτηση της χώρας του τασσόταν υπέρ της χρήσης κάθε διαθέσιμου μέσου, ακόμη και πυρηνικών όπλων, ενώ στον αντίποδα βρίσκονταν οι απόψεις αρκετών αρχηγών των επιτελείων, του Προέδρου και του συμβουλίου του που παρουσιάζονταν αρκετά επιφυλακτικοί για ανάμειξη σε μια τέτοιου είδους επιχείρηση εκ νέου, καθώς, κατά την εκτίμησή τους, θα εμπλέκονταν σε ένα φαύλο κύκλο από τον οποίο με δυσκολία θα απαγκιστρώνονταν. 

Καθώς πλέον η σύγκρουση λάμβανε διαστάσεις που δυνάμει επηρέαζαν συμφέροντα σε όλο τον πλανήτη, κινητοποιήθηκαν και άλλα κράτη για να καταδείξουν ότι μια ενδεχόμενη σύρραξη με χρήση πυρηνικών θα σήμαινε την καταδίκη ίσως ολόκληρης της ανθρωπότητας. Ωστόσο τα πνεύματα οξύνθηκαν και πάλι, εξαιτίας όμως αυτή τη φόρα της Κίνας που την πρώτη Ιανουαρίου του 1951 εξαπέλυσε μια δεύτερη επίθεση.

Σε απάντηση ο Μακ Άρθουρ, δρώντας κάπως παρορμητικά και αυθαίρετα, αφού δεν έλαβε υπόψη του τη γνώμη των συνεργατών του, κάλεσε σε συνθηκολόγηση των δύο πλευρών, έμμεσα απειλώντας με σκληρά αντίποινα, κάτι που προκάλεσε την οργή ακόμη και του Τρούμαν, δεδομένου ότι ο στρατηγός είχε υπερβεί κατά πολύ τα όρια της αρμοδιότητάς του, κάτι που προκάλεσε την απομάκρυνσή του.[9]

Η εξέλιξη αυτή, πέρα από το γεγονός ότι υποδήλωνε πως η Αμερική δεν ήταν διατεθειμένη να διατηρήσει ανοικτή την σύγκρουση με την Κίνα, είχε ως αποτέλεσμα να επέλθει στασιμότητα για τα επόμενα δύο χρόνια, καθώς η υπόθεση της Κορέας φαινόταν να οδηγείται σε μια μέση λύση συμβιβασμού, αφού μετά την παρέλευση αυτού του διαστήματος ακολούθησε η υπογραφή «προσωρινής» εκεχειρίας μεταξύ των δύο κρατών, στα μέσα του καλοκαιριού του 1953.  

Τον Απρίλιο του 1954, ξεκίνησε στη Γενεύη διάσκεψη για ειρήνη, η οποία παρότι δεν κατόρθωσε άμεσα να οδηγήσει σε τελική συμφωνία, τουλάχιστον επανέφερε την Κορέα στο status quo ante του 1949, δηλαδή χωρισμένη αλλά απαλλαγμένη από τις ξένες δυνάμεις. Ακόμη όμως και κάτω από τις ως άνω συνθήκες, μέχρι το 1965, οι ΗΠΑ εξακολούθησαν να επιδιώκουν να προβάλλουν με κάθε τρόπο τη δύναμή τους στην ευρύτερη περιοχή, αποβλέποντας πάντοτε στην ανάσχεση του κομμουνιστικού επεκτατισμού.[10]

Όλα δείχνουν λοιπόν ότι η αμερικανική πολιτική ήταν και συνέχιζε να είναι κατά της Κίνας, εφόσον η τελευταία βρισκόταν στην εμπροσθοφυλακή της προσπάθειας για εξάπλωση του κομμουνισμού. Υπό αυτό το πρίσμα καθίσταται έτσι σαφές, ότι καθένα από τα εμπλεκόμενα κράτη είχε φιλοδοξίες και συγκρουόμενα πλάνα, τα οποία το αντίπαλο επεδίωκε να εξουδετερώσει.

Με άλλα λόγια, η Αμερική διατηρώντας σε όλη την πορεία το δόγμα της ανάσχεσης, ήτοι της παρεμπόδισης ανάδυσης κομμουνιστικών κυβερνήσεων και προάσπισης της εδαφικής ακεραιότητας κάθε συμμάχου (δυτικό μπλοκ), με όρους διεθνούς δικαίου, δεν κατάφερε να συνδυάσει την ισχύ με την νομιμότητα, αφού το ένα απέκλεισε τελικά το άλλο, οδηγώντας την ουσιαστικά σε παραίτηση από την νίκη. Η Κίνα, από τη μεριά της, ενώ κατόρθωσε εν τέλει να διαφυλάξει τα εδάφη της, δε σεβάστηκε ωστόσο τους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Τέλος, η Σοβιετική Ένωση δεν πέτυχε να υποδαυλίσει την Κίνα με επιτυχία (σινοσοβιετική αντιπαράθεση), αφού αυτή λειτούργησε αυτοτελώς με τη δική της δύναμη και ανεξάρτητα από την ΕΣΣΔ.

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε τη φράση του Άμλετ, «είμαι κακός, γιατί είμαι καλός», φράση που θα μπορούσε να παραπέμπει στον τρόπο δράσης της Κίνας, αφού αν λάβουμε υπόψη μας τα προαναφερθέντα γεγονότα, σε στρατηγικό επίπεδο η Κίνα επέδειξε τόσες αδυναμίες, όσες και δυνατότητες. Από την άλλη, οι ΗΠΑ δαπάνησαν ασύλληπτα ποσά σε εξοπλισμό για τον πόλεμο, επειδή και ως «ηγεμονία» είχαν την υποχρέωση να προστατέψουν τον «εξαρτημένο σύμμαχο», έχοντας ως κλειδί της στρατηγικής τους το να επιδιώκουν να ικανοποιούν τα αιτήματα όσων πρόσκεινται φιλικά σε αυτούς.

Αυτό που επεδίωξαν δηλαδή ήταν να οργανώσουν μια «περιμετρική» στρατιωτική δυτική ένωση, κάτι που αύξησε κατά πολύ τις δαπάνες τους, δεδομένου ότι επιδίδονταν σε συνεχείς στρατιωτικές και οικονομικές ενισχύσεις προς τους «δορυφόρους» τους.[11]

Lopez scaling seawall.jpg
Συμπεράσματα

Διαπιστώνουμε ότι η Κίνα έδειξε πυγμή απέναντι στην ανίκητη, μέχρι τότε Αμερική, στάση που την επανέφερε δυναμικά στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής. Μάλιστα από τη μεριά της λαϊκής Κίνας η παρουσία της Αμερικής μια ανάσα από τα εδάφη της γέννησε ως άμεσο απότοκο μια βαθιά ριζωμένη εχθρότητα που θα συνόδευε τις σινοαμερικανικές σχέσεις και τις επόμενες δεκαετίες.[12] Η Κορέα θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί και η απαρχή του ρήγματος στο κομμουνιστικό μπλοκ, καθώς η Κίνα φαίνεται να αυτονομείται έναντι της ΕΣΣΔ και να αυτενεργεί.

Οι ΗΠΑ έχασαν τον «αέρα» της αήττητης δύναμης, κατάσταση που επιδεινώθηκε αργότερα με τον πόλεμο του Βιετνάμ. Έχει λοιπόν πληγωθεί το γόητρό της υπερδύναμης, καθώς ενώ αυτή σχεδόν πάντα επιδιώκει να επιβάλει παντού τη δική της θεώρηση του κόσμου, πλέον αντιδρούν και τα άλλα κράτη, ενώ δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι και στο εσωτερικό η αμερικανική κοινή γνώμη εξαντλείται, αντιστέκεται και αντιδρά στις ιμπεριαλιστικές και μιλιταριστικές κινήσεις της κυβέρνησής τους, κάτι το οποίο αποτελεί σημαντική παράμετρο της ανάλυσης του αμερικανικού συστήματος.

Πιο συγκεκριμένα, οι ενέργειες της Αμερικής κατακρίθηκαν από ορισμένα κράτη και αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία, δεδομένου ότι έβλεπαν πως ο πόλεμος χρησιμοποιήθηκε ως πρόφαση για μια νεοαποικιακή επέμβασή της δήθεν υπέρ της νομιμότητας και προς υπεράσπιση της Νότιας Κορέας. Με τις αστοχίες και τις παλινωδίες της εξωτερικής τους πολιτικής στη Νοτιανατολική Ασία, οι ΗΠΑ επέτρεψαν μια ψυχροπολεμική σύγκρουση στην περιφέρεια, μακριά από τα ανεπτυγμένα κράτη της Δύσης, να διατηρηθεί ως ανοιχτή πληγή για δεκαετίες, ενώ οι περισσότερες δράσεις της υπερδύναμης στην Άπω Ανατολή τής κόστισαν σε διεθνές πολιτικό κεφάλαιο, σε ανθρώπινους πόρους και σε οικονομική αφαίμαξη, με αποκορύφωμα την εμπλοκή και ήττα στο Βιετνάμ.

Κατά μια ευρύτερη έννοια η σύρραξη στη χερσόνησο της Κορέας υποδαύλισε την πεποίθηση ότι οι «κόκκινοι» κινούνται με στόχο την καταστροφή των δημοκρατικών κοινωνιών και μεγιστοποίησε γενικότερα τις ανησυχίες και τους φόβους της Δύσης για τις δυνατότητες και τις προθέσεις του ανατολικού μπλοκ, καθώς είχε εκτιμηθεί ότι το τελευταίο αποσκοπούσε στη δημιουργία μιας παγκόσμιας ηγεμονίας που η Δύση είχε το χρέος να ανακόψει.[13] Είναι αυτονόητο ότι κάτι τέτοιο είχε επίδραση και στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας, καθώς εκδηλώθηκαν φοβίες και αναδύθηκαν και ενισχύθηκαν ακραίες απόψεις, με αποκορύφωμα τις εκπορευόμενες κυρίως από τον γερουσιαστή Μακάρθυ, ο οποίος δεν είχε διστάσει να δηλώσει ότι η χώρα του είχε «διαβρωθεί από τους κομμουνιστές».[14] 

Επιπλέον, ο τρόπος δράσης της Αμερικής υποδηλώνει ότι αυτή αποσκοπούσε και στην οικονομική ενίσχυση της Ιαπωνίας, η οποία ήταν πλέον καιρός να ανακάμψει, ανακτώντας και πάλι τις δυνάμεις της, όπως άλλωστε και εν τέλει έγινε, αφού σταδιακά απέκτησε το κύρος και τις δυνατότητες μιας μεγάλης οικονομικής δύναμης. Έτσι, όχι μόνο ουσιαστικά απέφυγε να ασπαστεί τον κομμουνισμό, χάρη στην επίδραση των ΗΠΑ, άλλα ακολούθησε το πρότυπο του κοινοβουλευτισμού που αποδείχθηκε ιδιαίτερα ταιριαστό για το πολιτικό της σύστημα.[15] Η στήριξη της Ιαπωνίας για την ανάπτυξη και ενδυνάμωσή της ως αξιόπιστος σύμμαχος υπήρξε από τις λίγες επιτυχίες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην περιοχή.

Το μόνο που μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα για αυτό τον πόλεμο είναι ότι άφησε ιδιαίτερα τραυματισμένες τις σχέσεις των εμπλεκόμενων χωρών. Επηρεάστηκαν αρνητικά, τόσο οι σχέσεις των ΗΠΑ με τις χώρες της Άπω Ανατολής, όσο και τα δύο τμήματα της Κορέας μεταξύ τους, τα οποία ουσιαστικά αποξενώθηκαν και ανέπτυξαν εχθρικούς δεσμούς. Έτσι η διχοτομημένη χώρα είχε καταδικαστεί σε μια σειρά κακών και αυταρχικών κυβερνήσεων για κάποιες δεκαετίες, αφού ούτε οι προσπάθειες για προσέγγιση του ενός από το άλλο τμήμα από το 1970 και έπειτα μέσω συνομιλιών τελεσφόρησαν.[16]

Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι σε επίπεδο απωλειών ανθρώπινων ζωών, ο πόλεμος στιγμάτισε ανεξίτηλα την Κορέα που πλήρωσε με το αίμα 2 εκατομμυρίων (για κάποιους και περισσότερων) Κορεατών και από τα δύο τμήματα της χώρας, ενώ οι τραυματίες ήταν ακόμη περισσότεροι. Διατηρήθηκε δε το συλλογικό τραύμα της βίαιης διαίρεσης οικογενειών και της απότομης ρήξης της κορεατικής κοινωνίας για δεκαετίες.

Όλα τα ως άνω μας οδηγούν στην πικρή διαπίστωση, πολλές φορές επιβεβαιωμένη από τα γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας, ότι σε έναν πόλεμο δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, αφού όλοι υφίστανται τεράστιο πλήγμα. Σκοτώθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες κινέζοι και περίπου 40.000 αμερικανοί στρατιώτες.[17] Εκτός όλων των άλλων λοιπόν, και μόνο αυτοί οι αριθμοί δείχνουν ότι ο πόλεμος της Κορέας ήταν και για τις δύο δυνάμεις μια ήττα και μια νίκη ταυτόχρονα. 

Σε πολιτικό επίπεδο και όσον αφορά την υλοποίηση των σχεδίων της, μόνη ουσιαστικά χαμένη αναδεικνύεται, όπως γίνεται αντιληπτό, η Σοβιετική Ένωση σε μια σύγκρουση που παρ’ όλο που έλαβε το όνομα «Πόλεμος της Κορέας», στην πραγματικότητα εμμέσως ήταν επίδειξη ισχύος Αμερικής και Σοβιετικής Ένωσης για επικράτηση της μιας έναντι της άλλης. Ακόμη και σήμερα λοιπόν στη Νότιο Κορέα υπάρχουν αμερικανικές δυνάμεις, ενώ τυπικά λύση δεν έχει βρεθεί, εφόσον δεν έχει υπογραφεί κάποια συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στα δύο τμήματα της χώρας μέχρι και σήμερα.[18]

Μετά από τόσα χρόνια, η υπόθεση αυτή παραμένει ανοιχτή, αν και υπάρχει προφανής ύφεση στις σχέσεις των δύο χωρών, με τον πόλεμο της Κορέας πλέον να χαρακτηρίζεται από ορισμένους σχολιαστές ως «ο πόλεμος που πραγματοποιήθηκε την πιο ακατάλληλη στιγμή, στο πιο ακατάλληλο μέρος, με τον πιο ακατάλληλο αντίπαλο»…[19]


[1]  Calvocoressi, Peter. «Η διεθνής πολιτική μετά το 1945». Τόμος Α’, 9η έκδοση, ΤΟΥΡΙΚΗ, 2010, p.195
[2] Αυτόθι, p.195
[3] Αυτόθι, p.195
[4] Γεωργοπούλου, Όλγα και άλλοι. «Εγκυκλοπαίδεια δομή». Τόμος 15, ROAD, 2002-2005, p. 227
[5] Χατζηβασιλείου, Ευάνθης. «Εισαγωγή στην ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου». 7η έκδοση, Εκδόσεις Πατάκη, Οκτώβριος 2005, p. 122, 123
[6] Calvocoressi, Peter. «Η διεθνής πολιτική μετά το 1945». Τόμος Α’, 9η έκδοση, ΤΟΥΡΙΚΗ, 2010, p.198
[7] Γεωργοπούλου, Όλγα και άλλοι. «Εγκυκλοπαίδεια δομή». Τόμος 15, ROAD, 2002-2005, p. 228
[8] Calvocoressi, Peter. «Η διεθνής πολιτική μετά το 1945». Τόμος Α’, 9η έκδοση, ΤΟΥΡΙΚΗ, 2010, p.199
[9] Αυτόθι, p.200
[10] Αυτόθι, p.201
[11] Χατζηβασιλείου, Ευάνθης. «Εισαγωγή στην ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου». 7η έκδοση, Εκδόσεις Πατάκη, Οκτώβριος 2005, p. 128
[12] Burns, E.M. «Ευρωπαϊκή Ιστορία ο Δυτικός. Πολιτισμός: Νεότεροι Χρόνοι». Δ’ έκδοση, επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2006, p.952
[13] Χατζηβασιλείου, Ευάνθης. «Εισαγωγή στην ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου». 7η έκδοση, Εκδόσεις Πατάκη, Οκτώβριος 2005, p.129
[14] Αυτόθι, p.130
[15] Αυτόθι, p.130
[16]Calvocoressi, Peter. «Η διεθνής πολιτική μετά το 1945». Τόμος Α’, 9η έκδοση, ΤΟΥΡΙΚΗ, 2010, p.244
[17] Γεωργοπούλου, Όλγα και άλλοι. «Εγκυκλοπαίδεια δομή». Τόμος 15, ROAD, 2002-2005 p. 228
[18] «Ο Πόλεμος της Κορέας». Σαν σήμερα. σανσήμερα.gr, https://www.sansimera.gr/articles/456.
[19] «Κι έγινε της Κορέας: Πώς άρχισε και γιατί έμεινε στην Ιστορία η σύρραξη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο». ΈΘΝΟΣ. ethnos.gr, 25/6/2022, https://www.ethnos.gr/archive/25-06-2022.

Οι απόψεις των αρθρογράφων δεν απηχούν την άποψη της συντακτικής ομάδας ούτε του Pnyka Org. 

Μάθετε περισσότερα εδώ

Διαβάστε περισσότερα: Στρασβούργο

Avatar photo
Ελένη Μαρία Τσαλέρα
Άρθρα: 3