Γράφει η Άννα-Μαρία Παπακωνσταντίνου
Σχολείο, φροντιστήριο, εξετάσεις, διαγωνίσματα, άγχος, κλάμα, πίεση. Αν αυτές οι λέξεις σου θυμίζουν κάτι, τότε πιθανότατα έχεις δώσει πανελλήνιες έστω και μια φορά στη ζωή σου. Αυτός είναι ο τρόπος εισαγωγής στα πανεπιστήμια (στα ελληνικά πανεπιστήμια) και περιλαμβάνει μια αρκετά σκληρή προετοιμασία, συνήθως για διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους. Η πορεία του υποψήφιου όμως μέχρι την στιγμή της εξέτασης δεν έχει σημασία. Η απόδοση του στο τέλος, είναι αυτή που μετρά. Η απόδοση του σε ένα και μόνο διαγώνισμα…
Περί ψυχολογίας στις πανελλήνιες
Η Κατερίνα είναι 17 χρονών και μόλις έδωσε πανελλήνιες. Η χρονιά για εκείνη ήταν αρκετά κουραστική και περιλάμβανε πολλά σκαμπανεβάσματα. Οι πανελλήνιες και η γ’ λυκείου σίγουρα δεν της άφησαν και τις καλύτερες αναμνήσεις. ‘’Από την αρχή της σχολικής χρονιάς η κατάσταση μέσα στο σπίτι άλλαξε. Όταν ήμουν σπίτι έτρωγα και απλά πήγαινα στο γραφείο μου. Από εκείνη την ώρα και μετά, κανείς δεν με ενοχλούσε, κανείς δεν έμπαινε μέσα γιατί θα μου αποσπούσε την προσοχή. Έπρεπε να γίνεται απόλυτη ησυχία στο σπίτι.
Παράλληλα οι βόλτες μειώθηκαν. Έβγαινα μια φορά την εβδομάδα και αν. Κοιμόμουν λιγότερο και δεν είχα καθόλου χρόνο για τον εαυτό μου. Τίποτα. Προφανώς και επηρεαζόμουν ψυχολογικά από την όλη κατάσταση. Όταν κάθεσαι και διαβάζεις ένα 6ωρο, 7ωρο (στη καλύτερη), μετά δεν έχεις όρεξη ούτε να βγεις, ούτε να μιλήσεις με κάποιον, ούτε τίποτα. Το μόνο πράγμα για το οποίο έχεις όρεξη είναι να ξεκουραστείς και να πέσεις για ύπνο. Επίσης, είχα πάρα πολλά νεύρα και ξέσπαγα συνεχώς στην οικογένειά μου. Ήταν λόγω του άγχους, της πίεσης που ένιωθα και των αμφιβολιών που είχα για τις πανελλήνιες και προφανώς όλο αυτό με οδηγούσε και στο κλάμα. Αν ας πούμε, μία μέρα είχα πιεστεί πάρα πολύ, ξεσπούσα σε κλάματα.’’
Κάτι αντίστοιχο περιγράφει και η Θεοδώρα που έδωσε κι αυτή φέτος πανελλήνιες, όντας μαθήτρια της τρίτης λυκείου. Για την ίδια το πιο δύσκολο κατά την διάρκεια της προετοιμασίας της ήταν η σύγκριση που έκανε ανάμεσα στον εαυτό της και στους συμμαθητές της. ‘’Όταν είσαι στη τάξη συγκρίνεσαι με τους υπόλοιπους χωρίς να το ελέγχεις και αυτό νομίζω είναι που χαλάει την ψυχολογία των περισσότερων παιδιών!
Σκέφτεσαι ότι ο άλλος θα γράψει καλύτερα από εσένα ή ότι ξέρει καλύτερα την ύλη. Υπάρχει έντονος ανταγωνισμός.’’ Η Θεοδώρα ήταν πάντα επιμελής και διάβαζε, όμως οι πανελλήνιες απαιτούσαν μια ακόμη μεγαλύτερη συνέπεια και προσπάθεια σε ότι αφορά το προσωπικό διάβασμα. Δεν άργησε να καταλάβει ότι θα έπρεπε να στερηθεί αρκετό ελεύθερο χρόνο προκειμένου να επιτύχει τον στόχο της.
‘’Σίγουρα δεν μπορούσα πλέον να βλέπω τις σειρές μου ή να βγαίνω με την παρέα μου.Τα σαββατοκύριακα ήμουν όλη μέρα σπίτι και αυτό με επηρέαζε ψυχολογικά. Κανονικά θα έπρεπε να βγαίνω για να ξεσκάω λίγο, τότε όμως δεν το έβλεπα έτσι. Αν καμιά φορά έβγαινα είχα τύψεις γιατί σκεφτόμουν ότι τώρα κάποιος άλλος διαβάζει ενώ εγώ όχι. Πολλές φορές είχα και ξεσπάσματα και κλάματα, ήταν το πιο συνηθισμένο πράγμα, μπορώ να πω στην καθημερινότητά μου.’’
Τα περισσότερα παιδιά που δίνουν πανελλήνιες περιγράφουν την διαδικασία ως αρκετά ψυχοφθόρα και κουραστική. Η ύλη, που τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί δραματικά, τα δύσκολα κατά καιρούς θέματα των εξετάσεων, ο φόβος της αποτυχίας και η αδυναμία του εκπαιδευτικού συστήματος, οδηγεί τους μαθητές σε απόγνωση. ‘’Φοβόμουν μήπως δεν πετύχω στη σχολή που με ενδιαφέρει και απογοητεύσω τους γονείς μου. Αν και οι ίδιοι μου είχαν πει ότι δεν θα απογοητευτούν και συνέχιζαν να με παροτρύνουν να κάνω το καλύτερο που μπορώ, εγώ πάντα έχω αυτή την ανησυχία, μήπως τους απογοητεύσω. Περισσότερο αυτούς, παρά τον εαυτό μου’’, περιγράφει η Κατερίνα.
Περί παραπαιδείας και φροντιστηρίων
Ταυτόχρονα, η διδασκαλία του σχολείου τις περισσότερες φορές δεν επαρκεί για να μπορέσει ένα παιδί να επιτύχει στις εξετάσεις. Σίγουρα το προσωπικό διάβασμα έχει μεγάλη βαρύτητα, όμως και η σωστή καθοδήγηση από έναν καθηγητή είναι καθοριστικής σημασίας. Έτσι, οι γονείς σπεύδουν να ‘’καλύψουν’’ την ανεπάρκεια του συστήματος, αναζητώντας κάποιο φροντιστήριο. Όπως τόνισε η Κατερίνα, ‘’με τα τωρινά δεδομένα, προφανώς και είναι απαραίτητο το φροντιστήριο, γιατί στο σχολείο η δουλειά που γίνεται πλέον είναι ανύπαρκτη.
Είναι κάποια σχολεία όπως είναι τα ιδιωτικά που πληρώνεις και έχεις επιπλέον βοήθεια. Έχεις και το σχολείο και το φροντιστήριο. Στα δημόσια όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Έχει υπάρξει καθηγήτρια που μας είχε πει: Εντάξει ξέρω ότι πάτε φροντιστήριο οπότε δεν χρειάζεται να τα κάνουμε και μαζί, είτε παρακολουθείτε, είτε όχι δεν με ενδιαφέρει. Βέβαια έχουν υπάρξει και καλοί καθηγητές, όπως η καθηγήτρια της Φυσικής φέτος. Πραγματικά, έκανε Φυσική και την προσέχαμε όλοι! Γινόταν όντως μάθημα επειδή το ήθελε κι αυτή. Αν όμως ένας καθηγητής δεν θέλει, τότε δεν γίνεται.’’
Την ίδια άποψη εκφράζει και η Θεοδώρα που θεωρεί ότι το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα είναι έτσι δομημένο που ‘’αναγκάζει’’ τα παιδιά να πηγαίνουν φροντιστήριο. Αν ένας μαθητής έχει στόχο να μπει στο πανεπιστήμιο, το φροντιστήριο είναι απαραίτητο καθώς, η διδασκαλία στο σχολείο δεν προετοιμάζει τους μαθητές επαρκώς για να δώσουν πανελλήνιες. ‘’Οι πανελλήνιες είναι σαν ένας αγώνας, σαν ένας διαγωνισμός για την ακρίβεια και ο καλύτερος πετυχαίνει. Οπότε ένας μαθητής χωρίς φροντιστήριο δεν θα μπορούσε να αποδώσει όπως του αξίζει. Είναι άδικο όλοι οι μαθητές να πηγαίνουν φροντιστήριο και αυτός ο ένας που δεν πηγαίνει, να γράψει χειρότερα.
Αυτό είναι θέμα του σχολείου. Θα έπρεπε να υπάρχει κάποια ενισχυτική διδασκαλία για όσους μπορεί να μην έχουν την οικονομική άνεση να πληρώσουν ένα φροντιστήριο. Υπάρχουν μαθητές που έχουν πολλές δυνατότητες, είναι πάρα πολύ έξυπνοι και χάνουν την ευκαιρία να μπουν σε μία πολύ καλή σχολή μόνο και μόνο επειδή δεν προετοιμάστηκαν καλά στο σχολείο και δεν μπορούσαν να πληρώσουν ένα φροντιστήριο’’.
Επιπλέον ας μην ξεχνάμε ότι τα φροντιστήρια σήμερα είναι πολύ ακριβά και μια μέση οικογένεια δεν μπορεί να ανταποκριθεί οικονομικά στα υψηλά δίδακτρα. Όσον αφορά στην αυξημένη ύλη των τελευταίων ετών η ίδια υποστηρίζει ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι στην ύλη της χημείας που λόγω του όγκου της αργεί να ολοκληρωθεί. Έτσι ο μαθητής δεν προλαβαίνει να κάνει επανάληψη και ούτε να καλύψει τυχόν κενά ή κεφάλαια που τον δυσκόλεψαν. Μέχρι και καθηγητές αναφέρουν ότι τόσο μεγάλη ύλη έχουν να δουν από την εποχή που υπήρχαν οι δέσμες στο λύκειο.
Περί εγκατάλειψης και περίγυρου
Πολλοί είναι και οι μαθητές που σκέφτονται να τα παρατήσουν στη μέση της χρονιάς. Η κούραση, το ατελείωτο διάβασμα και ορισμένες φορές η έλλειψη απόδοσης στα διαγωνίσματα σίγουρα αποτελούν βασικές αιτίες εγκατάλειψης, της όλης προσπάθειας. ‘’Υπήρξε μια φορά, κοντά στα Χριστούγεννα που σκέφτηκα να τα παρατήσω. Εκείνη την περίοδο συνειδητοποίησα ότι δεν είχα καταλάβει πολύ καλά κάποια πράγματα οπότε αν πήγαινα να γράψω μετά τις γιορτές διαγωνίσματα, με το ζόρι θα έγραφα 5.
Και εκεί πέρα είπα στον εαυτό μου, τι κάνεις, παράτα το, μπορείς και κάτι καλύτερο από αυτό! Πείσμωσα όμως και λέω όχι δεν θα τα παρατήσω τώρα, έχω φτάσει στη μέση, έχω κάνει και θερινά και προετοιμασία στην β’ λυκείου και αποφάσισα ότι δεν θέλω να σταματήσω τώρα. Νομίζω ότι όλα τα παιδιά κατά τη διάρκεια της χρονιάς έχουν σκεφτεί να τα παρατήσουν, έχουν αμφιβολίες για τον εαυτό τους, κλαίνε, νευριάζουν.
Είναι απολύτως λογικό. Εγώ είχα αμφιβολίες για το αν είναι αρκετά καλή για αυτό. Ας πούμε, δεν ήμουν ποτέ μαθήτρια του 20 ήμουν του 17-18. Και λέω, αν αυτός ο βαθμός που παίρνω εγώ στο σχολείο, δεν υπάρξει στις πανελλήνιες και υπάρξει το 15; Όχι δεν θέλω να είμαι του 15, γιατί να με καθορίσει εμένα ένας βαθμός; Αργότερα βέβαια κατάλαβα ότι το 15 για τις πανελλήνιες είναι μια καλή βαθμολογία’’ λέει η Κατερίνα.
Αντίστοιχα, και η Θεοδώρα προσθέτει ότι της πέρασε αρκετές φορές από το μυαλό να τα παρατήσει ειδικά όταν έπαιρνε διορθωμένο κάποιο διαγώνισμα και η βαθμολογία ήταν πολύ χαμηλότερη από αυτή που περίμενε. Γενικά οι κακοί βαθμοί καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς επηρεάζουν τους μαθητές διότι φοβούνται ότι αυτό θα είναι το αποτέλεσμά τους και στις πανελλήνιες. Παράλληλα η γνώμη του περίγυρου είναι καθοριστικής σημασίας και ορισμένες φορές αυξάνει το άγχος της επίδοσης.
‘’Είχα εκφράσει την επιθυμία μου να μπω στην ιατρική και άκουγα από πολλούς συγγενείς την κλασική φράση άντε θα γίνεις γιατρός… και αυτό με άγχωνε γιατί σκεφτόμουν ότι σε περίπτωση που αποτύχω, θα στεναχωρηθώ πρωτίστως εγώ η ίδια αλλά ταυτόχρονα θα απογοητεύσω όλο μου τον περίγυρο. Είναι λες και το αποτέλεσμα μου πρέπει να ικανοποιήσει και τους άλλους.’’
Περί αξιοκρατίας του θεσμού
Η απάντηση στην ερώτηση, αν τελικά οι πανελλήνιες είναι ένας αξιοκρατικός θεσμός είναι δύσκολη. Οι πανελλήνιες βάζουν στο πανεπιστήμιο τους μαθητές που αποδίδουν καλύτερα σε ένα διαγώνισμα. Πράγματι ο καλύτερος βαθμολογικά μπαίνει στην σχολή που επιθυμεί. Κάποιες φορές πάλι, απλά ευνοούνται οι μαθητές που έχουν μάθει να αντιγράφουν και να ‘’παπαγαλίζουν’’ καλύτερα το βιβλίο. Παρόλα αυτά οι πανελλαδικές εξετάσεις, διεξάγονται ομαλά και το κάθε γραπτό διορθώνεται από καθηγητές που δεν γνωρίζουν τους μαθητές.
Οπότε δεν υπάρχει περιθώριο να ευνοηθεί κάποιος περισσότερο από κάποιον άλλο. Υπάρχουν όμως και άλλοι παράμετροι όπως αυτές που θέτει η Θεοδώρα. ‘’Δεν πιστεύω ότι οι πανελλήνιες είναι ένας δίκαιος θεσμός πιστεύω ότι είναι θέμα ψυχολογίας. Το μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών πάει πολύ καλά προετοιμασμένο επειδή έχει στόχο να περάσει σε μία σχολή. Όμως ο καλύτερος ‘’ψυχολογικά’’ είναι αυτός που έχει και την καλύτερη επίδοση. Είναι μία πολύ αγχωτική διαδικασία γι’ αυτό και η ψυχολογία παίζει καθοριστικό ρόλο.
Το κακό είναι ότι εν μέρει, οι πανελλήνιες καθορίζουν την υπόλοιπη ζωή σου. Η αποτυχία, σου στερεί την είσοδο στη σχολή που επιθυμείς. Σίγουρα, θα έπρεπε οι πανελλήνιες να διεξάγονται με διαφορετικό τρόπο. Ίσως θα έπρεπε να συνυπολογίζονται οι βαθμοί του τετραμήνου. Είναι τραγικό να κρίνεται από ένα διαγώνισμα μίας ημέρας η προσπάθεια που έχεις κάνει τόσους μήνες. Μπορεί να ξυπνήσεις άρρωστος, πώς θα πας να γράψεις; Θα μπορούσαν ίσως να υπάρχουν εναλλακτικές εξεταστικές περίοδοι’’.
Η Κατερίνα από την άλλη πιστεύει ότι θα μπορούσε στην Ελλάδα να εφαρμοστεί κάποιο σύστημα με βάση τα πρότυπα του εξωτερικού. Για παράδειγμα να δίνουν τα παιδιά εξετάσεις και να βαθμολογούνται από τους ίδιους τους καθηγητές στο σχολείο. Στη συνέχεια να μπορούν να δηλώσουν το πανεπιστήμιο που τους ενδιαφέρει και αργότερα το τμήμα και τον τομέα που θα ακολουθήσουν. ‘’Δεν θεωρώ ότι ένα παιδί μπορεί να αποφασίσει τι θέλει να σπουδάσει από τόσο μικρό, γιατί η προετοιμασία για τις πανελλήνιες γίνεται από τη β’ λυκείου, γύρω στα 16. Ένα παιδί όμως αυτής της ηλικίας είναι λογικό να μην έχει κατασταλάξει στο τι θέλει να κάνει στη ζωή του.’’
Περί αλλαγής
Και τελικά, μετά από τόσες συζητήσεις για τις πανελλαδικές και το αρνητικό τους αντίκτυπο στους μαθητές και παρά την προσπάθεια των καθηγητών και των μαθητών, να πείσουν για την διεξαγωγή κάποιας άλλης διαδικασίας για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια, γιατί τα πράγματα όλο και χειροτερεύουν; Γιατί κάθε φορά που αλλάζει η κυβέρνηση ή ο υπουργός παιδείας, βλέπουμε δειλές και άστοχες αλλαγές; Γιατί η ύλη αυξάνεται όλο και περισσότερο και τα θέματα των εξετάσεων όλο και δυσκολεύουν; Μήπως ήρθε η ώρα να εφαρμοστεί μια ενιαία πολιτική για την παιδεία, ανεξαρτήτου κυβέρνησης; Μήπως πρέπει να αναλάβουν τα ηνία άνθρωποι που διδάσκουν και έρχονται καθημερινά σε επαφή με τα παιδιά, άνθρωποι που γνωρίζουν εκ των έσω τις πληγές του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος;
Ευχαριστώ θερμά την Κατερίνα και την Θεοδώρα που ήταν πρόθυμες να με βοηθήσουν και να μιλήσουν για την εμπειρία τους με τις πανελλήνιες.