Γράφει η Μύριαμ Αρναουτάκη
Τα τελευταία χρόνια σημειώθηκε μια αλματώδης ανάπτυξη στις ιατρικές μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Μία από αυτές είναι και η μέθοδος της παρένθετης μητρότητας (ΑΚ 1458). Στην χώρα μας προβλέπεται νομοθετικά από τον Δεκέμβριο του 2002, με τον νόμο 3089/2002 για την «Ιατρική Υποβοήθηση στην Ανθρώπινη Αναπαραγωγή», όπου επιτρέπεται ο δανεισμός μήτρας για γυναίκα που επιθυμεί να αποκτήσει τέκνο και αδυνατεί για ιατρικούς λόγους να κυοφορήσει είτε έχει δικό της ωάριο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε δεν έχει δικό της ωάριο ή το ωάριό της δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί και χορηγείται ωάριο τρίτης (όχι πάντως της παρένθετης).
Ο παραπάνω νόμος ρύθμισε το ζήτημα της ίδρυσης της συγγένειας με τη γυναίκα που επιθυμεί το παιδί, χωρίς να προχωρήσει στην εισαγωγή συστήματος δικαστικής αναγνώρισης της μητρότητας, αλλά αρκούμενος στην εκ των προτέρων χορήγηση άδειας για την εφαρμογή της μεθόδου του δανεισμού μήτρας. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1464 ΑΚ, μητέρα του τέκνου τεκμαίρεται η γυναίκα που έχει λάβει την άδεια. Κι αυτό ισχύει είτε έχει δώσει το ωάριό της είτε όχι. Στη δεύτερη περίπτωση το θεμέλιο της μητρότητας είναι αποκλειστικά κοινωνικοσυναισθηματικό, δηλαδή η βούληση της γυναίκας να αποκτήσει παιδί το οποίο δεν έχει καμία βιολογική σχέση μαζί της.
Αρχικά, ο νομοθέτης προέβλεψε μία σειρά όρων και προϋποθέσεων, προκειμένου να προστατευθεί αυτό το «ευαίσθητο» κοινωνικά φαινόμενο από πρακτικές εκμετάλλευσης και εμπορευματοποίησης. Η παρένθετη μητρότητα είναι επιτρεπτή μόνο κατόπιν δικαστικής άδειας, με σχετική αίτηση από τη γυναίκα που επιθυμεί να αποκτήσει τέκνο. Το αρμόδιο δικαστήριο ελέγχει την ύπαρξη των νόμιμων όρων και όχι τη σκοπιμότητα της απόκτησης τέκνου με αυτόν τον τρόπο.
Αρχικά, πρέπει να υπάρχει ιατρική αδυναμία κυοφορίας της επίδοξης μητέρας ή πιθανότητα μετάδοσης σοβαρής ασθένειας στο τέκνο (λ.χ. AIDS), ενώ παράλληλα απαιτείται και ελέγχεται τόσο η ψυχοσωματική καταλληλότητα της γυναίκας που επιθυμεί το παιδί όσο και της κυοφόρου. Θεμέλιο λίθο για την χορήγηση της δικαστικής άδειας αποτελεί η έγγραφη και χωρίς αντάλλαγμα συμφωνία, δηλαδή η «αλτροϋιστικού» χαρακτήρα παρένθετη μητρότητα, με αποτέλεσμα η συμφωνία να είναι άκυρη, εάν χορηγήθηκε οικονομικό αντάλλαγμα.
Κατά τον νόμο 4272/2014 άρθρο 17, η μέθοδος της παρένθετης μητέρας επιτρέπεται εφόσον η κυοφόρος ή η αιτούσα κατοικεί ή διαμένει προσωρινώς στην Ελλάδα. Τέλος, η αιτούσα που αναζητά την απόκτηση τέκνου, πρέπει να μην έχει συμπληρώσει την ηλικία των 54 ετών.
Μολονότι έχει σημειωθεί μία αξιόλογη προσπάθεια νομικής οριοθέτησης του θεσμού της παρένθετης μητρότητας, ανακύπτουν συχνά διάφορα ζητήματα τόσο από την πλευρά της παρένθετης μητέρας, όσο και από την πλευρά του ζεύγους ή της άγαμης γυναίκας που επιθυμεί να αποκτήσει παιδί. Με άλλα λόγια, το ισχύον θεσμικό πλαίσιο έχει σοβαρά κενά και η εφαρμογή του στην πράξη δεν είναι πάντα εφικτή.
Ειδικότερα, σημαντικό ζήτημα αποτελεί η περίπτωση κατά την οποία ένας άγαμος μόνος άνδρας επιθυμεί να αποκτήσει παιδί μέσω της μεθόδου της παρένθετης μητρότητας. Στο δίκαιό μας, η προσφυγή σε μεθόδους ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής επιτρέπεται μόνο σε ετερόφυλα ζευγάρια και άγαμες γυναίκες. Ο αποκλεισμός αυτός του άγαμου στείρου άνδρα και την ίδια στιγμή η αποδοχή της τεχνητής αναπαραγωγής της άγαμης μόνης γυναίκας, έχει εγείρει σοβαρές αντιδράσεις καθώς πολλοί την θεωρούν «κατάφωρη διακριτική μεταχείριση» σε βάρος του άνδρα.
Έτσι, ένα δικαστήριο της Αθήνας, κρίνοντας το αίτημα ενός μόνου στείρου άνδρα, εφάρμοσε αναλογικά τη διάταξη που αναφέρεται στις μόνες γυναίκες και του χορήγησε άδεια προσφυγής στην παρένθετη μητρότητα, από την οποία ο συγκεκριμένος άνδρας απέκτησε δύο παιδιά (Απόφαση 2827/2008 Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Στην συνέχεια όμως, ο ληξίαρχος ζητούσε να καταγράψει το όνομα της μητέρας των παιδιών στη ληξιαρχική πράξη γέννησής τους, όπου γνωμοδότησε το Νομικό Συμβούλιο του κράτους, και αποφάνθηκε ότι ως μητέρα των παιδιών θα έπρεπε να αναγραφεί αυτή που τα γέννησε.
Μάλιστα, πιο σημαντικό πρόβλημα ήταν ότι η απόφαση του Πρωτοδικείου, που του χορήγησε την άδεια, εξαφανίστηκε με μεταγενέστερη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, κατόπιν έφεσης του εισαγγελέα πρωτοδικών υπέρ του νόμου, κρίνοντας ότι δεν χωρεί αναλογική εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν για τις γυναίκες, και ότι ο αποκλεισμός των ανδρών από τη χρήση της παρένθετης μητρότητας δεν είναι αντισυνταγματικός.
Φυσικά, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στην υπόθεση του «Μωρού Μ» στο N. Jersey των ΗΠΑ το έτος 1985, που συνιστά παράδειγμα ανώμαλης εξέλιξης της συμφωνίας. Η υπόθεση αυτή αποτελεί κλασική περίπτωση σύγκρουσης ανάμεσα στη «γενετική» /«κοινωνική» μητέρα, που ήθελε να πάρει το παιδί από την «κυοφόρο» κι εκείνη ήθελε να το κρατήσει. Η πρωτόδικη απόφαση δέχθηκε, με πολύ τολμηρά επιχειρήματα το κύρος των συμφωνιών μεταξύ της «γενετικής» μητέρας και της «κυοφόρου», με αποτέλεσμα την αναγνώριση στη γενετική του δικαιώματος να αναλάβει το παιδί που γέννησε η κυοφόρος.
Στο τέλος βέβαια, η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου έκρινε τις σχετικές συμφωνίες άκυρες, καθώς είχαν γίνει με οικονομικό αντάλλαγμα. Από την άλλη πλευρά, αν η υποψήφια μητέρα, είτε λόγω προβλημάτων υγείας του παιδιού, είτε απλά επειδή μετάνιωσε, αρνηθεί να το παραλάβει, τότε και πάλι παραμένει η νομική του μητέρα. Η συμπεριφορά αυτή όμως, συνιστά κακή άσκηση της γονικής μέριμνας και μπορεί να επιφέρει την ανάθεση της άσκησής σε τρίτο πρόσωπο (ΑΚ 1532 § 2).
Εξίσου σημαντικό πρόβλημα συνιστά και το ενδεχόμενο πλημμελούς εκπλήρωσης των συµβατικών υποχρεώσεων εκ μέρους της κυοφόρου. Όταν, δηλαδή, ο τρόπος ζωής της χαρακτηρίζεται από καταχρήσεις και πράξεις που θέτουν σε κίνδυνο την κατάσταση της υγείας της και του εμβρύου. Τι θα συμβεί αν από την παραβίαση των υποχρεώσεων το έμβρυο παρουσιάσει βλάβες και το παιδί που θα γεννηθεί αντιμετωπίζει προβλήματα αναπηρίας ή ακόμη και νοητικής στέρησης; Στην περίπτωση αυτή, δύναται να γεννηθεί ενδοσυµβατική ευθύνη της κυοφόρου, η οποία θα κληθεί να αποζημιώσει τους γονείς για τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκαν λόγω των προκληθέντων προβλημάτων. Παράλληλα, δεν αποκλείεται και αποζημίωση λόγω αδικοπρακτικής ευθύνης της κυοφόρου (ΑΚ 914).
Επιπλέον, παρατηρείται έντονη ανησυχία για το τι θα συμβεί σε περίπτωση διαζυγίου των γονέων πριν από τη γέννηση του παιδιού, ή σε περίπτωση θανάτου ενός από τους κοινωνικούς γονείς και ιδίως της γυναίκας, η οποία θα έχει ζητήσει τη δικαστική άδεια και στο πρόσωπο της οποίας πρωτίστως θεμελιώνεται η συγγένεια. Η απάντηση που απορρέει από το νόμο είναι ότι οποιοδήποτε από αυτά τα γεγονότα και να εμφιλοχωρήσει, δεν επέρχεται καμία αλλαγή στο νομικό καθεστώς. Έτσι, νομική μητέρα του τέκνου είναι η γυναίκα που έλαβε την άδεια και πατέρας ο σύζυγός της, ή ο σύντροφος της, εφόσον υπάρχει.
Καταλήγοντας, η προσφυγή στη παρένθετη μητρότητα αποτελεί αδιαμφισβήτητα ένα «καταφύγιο» για όσα ζευγάρια ή άγαμες γυναίκες επιθυμούν να αποκτήσουν ένα τέκνο και αδυνατούν για ιατρικούς λόγους. Παρόλα αυτά, η μέθοδος αυτή επιτρέπεται σε λίγες μόνο χώρες, ενώ διαρκώς ανακύπτουν νομικά ζητήματα και εγείρονται σοβαροί προβληματισμοί στην κοινωνία γενικότερα συγκεντρώνει διεθνώς ηθικοκοινωνικές και νομικές ενστάσεις σχετικά με τους πιθανούς κινδύνους εμπορευματοποίησης του γυναικείου σώματος.
Πηγές
- Επιτομή Οικογενειακού Δικαίου, Κωνσταντίνος Δ. Παναγόπουλος, με τη συνδρομή Ισμήνης Στεργιαννίδου και Βιργινίας Περάκη, 2017 Νομική Βιβλιοθήκη
- Οικογενειακό Δίκαιο, Θανάσης Κ. Παπαχρίστου, Αθήνα 2014, Δίκαιο & Οικονομία, Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ
- Συμεωνίδου – Καστανίδου (Elisavet Symeonidou – Kastanidou) Ε. (2018). Legal Issues Regarding Surrogate
- ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΡΙΑΡΗ-ΚΑΤΡΑΝΗ ΙΣΜΗΝΗ «Η Υποκατάστατη μητέρα και η φέρουσα μητέρα στο ελληνικό και στο αλλοδαπό δίκαιο», Αθήνα Ιούνιος 2010