Γράφει ο Χρήστος Ζήκος
Τον Απρίλιο του 1941 η Γερμανία εισέβαλε στην Ελλάδα, η Ελληνική κυβέρνηση αποχώρησε από την Αθήνα μαζί με τον βασιλιά Γεώργιο Β΄. Εγκαταστάθηκε στην Κρήτη όπου κατά την διάρκεια της διαμονής της εκεί προετοίμασε το νησί για να αμυνθεί απέναντι στον στρατό του Χίτλερ.
Όσο καιρό έμεινε στην Κρήτη, η κυβέρνηση της Ελλάδας ενημερώθηκε πως η Βρετανία συζητούσε με την Τουρκία το ενδεχόμενο κατάληψης ανατολικών νησιών του Αιγαίου από τους Τούρκους και όχι από τους Γερμανούς. Τα νησιά που ήθελε η Βρετανία να πάρει η Τουρκία για να εισέλθει στον πόλεμο με το μέρος των συμμάχων ήταν η Λήμνος, η Χίος, αλλά και η Λέσβος.
Ο Υπουργός εξωτερικών της Τουρκίας Σούκρου Σαρατσόγλου χωρίς να ενημερώσει την ελληνική μεριά, αδιαφορώντας για τις απόψεις της, ζήτησε την σύμφωνη γνώμη της Γερμανίας για να καταλάβει η χώρα του τα νησιά, που μέσα σε αυτά συμπεριέλαβε και την Σάμο, αλλά η γερμανική πλευρά αρνήθηκε διότι είχαν οριστεί ήδη γερμανικές μονάδες για την κατάληψη των νησιών κάτι που έγινε τον Μάιο του 1941.
Η αντίδραση της Ελληνικής πλευρά απέναντι σε όλο αυτό το διπλωματικό σκηνικό ήταν έντονη, οι Έλληνες πίστευαν πως τα νησιά του Αιγαίου δεν έπρεπε να καταληφθούν από τους τούρκους διότι, μετά το τέλος του πολέμου οι δυο μεριές του Αιγαίου ήταν πιθανό να βρεθούν σε ένοπλη σύγκρουση για το ποια από τις δύο πλευρές θα είχε την κυριότητα των νήσων. Έτσι, η επίσημη άποψη της Ελλάδας ήταν ότι τα νησιά έπρεπε να καταληφθούν από τους Γερμανούς, να έχουν δηλαδή την μοίρα που είχε και η υπόλοιπη Ελλάδα/
Στα τέλη του 1941 ο τούρκος πρεσβευτής στο Λονδίνο, Ρουστού Αράς, σε συζητήσεις που είχε με τον Έλληνα πρωθυπουργό, Εμμανουήλ Τσουδερό, διαμήνυσε πως η χώρα του επιθυμούσε να εγκαθιδρυθεί ένα αυτόνομο καθεστώς για τις νήσους των Δωδεκανήσων ενώ, κάποια νησιά που είναι κοντά στις μικρασιατικές ακτές θα έπρεπε να περάσουν στον έλεγχο της Τουρκίας.
Την ίδια χρονιά, η Σοβιετική Ένωση βρισκόταν σε συνεχής συζητήσεις με την Βρετανία για τις περιοχές που θα μπορούσαν να δοθούν, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν και τα Δωδεκάνησα, ως αντάλλαγμα στην Τουρκία για να την επιβραβεύσουν που κράτησε «επιτήδεια ουδετερότητα» απέναντι στις πολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις που είχε επιφέρει ο πόλεμος στην Ευρώπη.
Οι Bρετανοί δεν συμμερίστηκαν την άποψη των σοβιετικών, θεωρούσαν υπερβολή να δώσουν εδάφη στους τούρκους μόνο και μόνο επειδή ήταν ουδέτεροι. Από την άλλη μεριά, η τουρκική κυβέρνηση κράτησε κρυφή την συζήτηση αυτή μεταξύ Βρετανίας-Τουρκίας-Σοβιετικής Ένωσης από τον Έλληνα πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη.
Το 1942, τούρκοι διπλωμάτες δήλωσαν ότι, σε περίπτωση Γερμανο-ιταλικής επίθεσης από την πλευρά του Αιγαίου θα κατελάμβαναν αμέσως τα Δωδεκάνησα. Την ίδια χρονιά ο τούρκος πρεσβευτής ήρθε σε συζητήσεις με τον Έλληνα πρωθυπουργό στο Λονδίνο όπου τέθηκε το θέμα των νησιών που βρίσκονται κοντά στις τουρκικές ακτές για τα οποία δεν υπήρχε πρόβλημα να κατέχονται από τους Έλληνες αλλά θα έπρεπε οι δύο χώρες να έχουν μεταξύ τους φιλικές σχέσεις.
Τον Ιανουάριο του 1943 ήταν προγραμματισμένη μια συνάντηση ανάμεσα στον Τσώρτσιλ και τον Τούρκο Πρωθυπουργό Ινονού στα Άδανα, όμως την ίδια περίοδο βρισκόντουσαν σε συζητήσεις ο Έλληνας Πρωθυπουργός με τον τούρκο πρέσβη με τον τελευταίο να αναφέρει, ως ενδεχόμενο, κάποια νησιά του Αιγαίου τα οποία θα περνούσαν στην κυριότητα της Τουρκίας χωρίς όμως να τα ονομάζει.
Μετά την πτώση του Μουσολίνι, τον Ιούλιο του 1943, η Τουρκία έθεσε το ζήτημα των Δωδεκανήσων στην νέα κυβέρνηση της Ιταλίας, η Γερμανία δεν θέλησε να παρέμβει στα θέματα της παλαιάς της συμμάχου. Η Βρετανία ήθελε να ζητήσει βοήθεια από τη Τουρκία για να καταλάβει τα νησιά με δικές της δυνάμεις , η ίδια αρνήθηκε να βοηθήσει τους βρετανούς δυσχεραίνοντας έτσι το έργο κατάληψης των Δωδεκανήσων.
Βλέπουμε πως η Τουρκία από την περίοδο της ίδρυσης της μέχρι και σήμερα θεωρείται αναθεωρητική δύναμη, είτε προσπαθώντας να διαχειριστεί τις όποιες διεθνείς συγκυρίες υπέρ της είτε να απειλεί γειτονικές της χώρες με πόλεμο, όπως κάνει σήμερα με την Ελλάδα, μόνο και μόνο για να επεκτείνει τα εδάφη της.
Μετά την εκδήλωση του καταστροφικού σεισμού στην Τουρκία, η βοήθεια που έστειλε η Ελλάδα έφερε μία μικρή θετική αλλαγή στις διμερείς σχέσεις των δύο χωρών όμως, ο φόβος επιδείνωσης της έντασης αναμεταξύ τους είναι ορατός είτε αν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κερδίσει τις εκλογές και συνεχίσει την ίδια ρητορική πολιτική είτε, αν τον διαδεχθεί ο γνωστός Κεμαλιστής Κιλιτσντάρογλου.