Γράφει ο Αντώνης Παράσχος
Η συμφωνία εξομάλυνσης των σχέσεων Σαουδικής Αραβίας (ΣΑ) και Ιράν το Μάρτιο, με κινεζική διαμεσολάβηση, αποτελεί ένα ιστορικό γεγονός της εποχής μας, με πολυσχιδή αποτελέσματα. Σε πρώτη φάση, φαίνεται να συνεισφέρει στη σταδιακή ειρήνευση στη Μέση Ανατολή. Αποτελεί, επίσης και μία αναγγελία για την απόφαση της Κίνας να αποτελέσει παγκόσμιο και πανίσχυρο γεωπολιτικό παίκτη, έτοιμο να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του (και η συμφιλίωση ΣΑ-Ιράν είναι συμφέρουσα για την Κίνα). Αξίζει, λοιπόν, μία εξέταση της κατάστασης λίγο μόλις καιρό μετά τη συμφωνία των δύο πλευρών.
Μία περιοχή σε αναζήτηση ειρήνης
Το μήνυμα για τον Αραβικό Κόσμο είναι μάλλον ελπιδοφόρο. Από το 1979 και την Ιρανική Επανάσταση, οι δύο σημαντικότερες δυνάμεις του χώρου είχαν μπλεχτεί σε έναν«Ψυχρό Πόλεμο» με έπαθλο την επιρροή στις υπόλοιπες χώρες της περιοχής και όχι μόνο. Κύρια διαφορά (και όπλο στον προσεταιρισμό διαφορετικών κρατών) είναι το θρησκευτικό δόγμα, με τη ΣΑ να αποτελεί τη σημαντικότερη σουνιτική χώρα, με διακυμάνσεις βέβαια, αναφορικά με την «ένταση» της πίστης, για παράδειγμα στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας, που ονομάζεται Νατζντ, οι κάτοικοι έχουν υιοθετήσει μία πιο ακραία εκδοχή του Ισλάμ από τους κατοίκους πιο παραλιακών περιοχών, ενώ υπάρχει και σημαντική σιιτική μειονότητα[1].
Υποστηρικτές του τελευταίου αυτού δόγματος αποτελούν την πλειοψηφία στο Ιράν, χωρίς όμως να λείπουν και από εδώ οι σουνιτικές μειονότητες. Η αναγωγή του σε κεντρικό στοιχείο της ζωής της χώρας και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, μεταξύ άλλων ο Χομεϊνί είχε καλέσει τις αραβικές χώρες σε ισλαμική επανάσταση[2], οδήγησε ραγδαία σε επιδείνωση των σχέσεων των δύο χωρών, καθώς ο οίκος των Σαούντ δε θα ήθελε να έχει τη μοίρα του Σάχη της Περσίας.
Έτσι, η ΣΑ θεωρείται αρχηγός των σουνιτικών χωρών και το Ιράν των σιιτικών, ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν καταγραφεί μεταξύ τους συγκρούσεις «δια αντιπροσώπων» σε διάφορα γειτονικά κράτη. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η Συρία και η Υεμένη.
Ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία που ξεκίνησε το 2011 αποτέλεσε κρίσιμο πεδίο αντιπαράθεσης για πάρα πολλούς δρώντες. Αντιπαράθεσης μεταξύ ΗΠΑ και των συμμάχων τους, συμπεριλαμβανομένης της ΣΑ και άλλων σουνιτικών κρατών του Κόλπου, που στήριζαν τους αντιπάλους του Σύριου προέδρου Bashar al Assad, και Ρωσίας-Ιράν, που υποστήριξαν τη συριακή κυβέρνηση.
Σταδιακά, έγινε και πόλεμος εναντίον της τρομοκρατίας και συγκεκριμένα του ISIS, που βρήκε έρεισμα με το χάος στην περιοχή. Απετέλεσε και πεδίο σύγκρουσης μεταξύ Τούρκων και Κούρδων, με αμφότερους βέβαια να είναι κατ’ αρχήν σύμμαχοι των ΗΠΑ. Τα τελευταία χρόνια ο εμφύλιος φαίνεται να έχει φτάσει στο τέλος του, με τον Assad να παραμένει στην εξουσία και τη Ρωσία με το Ιράν να είναι οι κερδισμένοι σε μία κρίσιμη γεωπολιτικά περιοχή, η οποία μεταξύ άλλων παρέχει και πρόσβαση στη Μεσόγειο.

Η σημαντική γεωπολιτική θέση της Συρίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει με άλλες πέντε χώρες, ενώ έχει «διέξοδο» και προς τη Μεσόγειο. Πηγή: https://www.cdc.gov/immigrantrefugeehealth/profiles/syrian/index.html
Στην Υεμένη ο εμφύλιος προήλθε επίσης από την «Αραβική Άνοιξη». Οι σιίτες αντάρτες Χούθι, που υποστηρίζονται από το Ιράν, ελέγχουν μεγάλο μέρος της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της πρωτεύουσας, Σανάα, ενώ η στρατιωτική επέμβαση ενός συνασπισμού, με εξάρχουσα τη ΣΑ, από χώρες του Κόλπου, αλλά και δυτική υποστήριξη, δεν έχει φέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Στην πραγματικότητα, το βασικό της παράγωγο ήταν μία ακόμα τεράστια ανθρωπιστική κρίση στη Μέση Ανατολή.
Ωστόσο, το να αφεθεί ο πλήρης έλεγχος της χώρας στους Χούθι δεν αποτελεί επιλογή για τη ΣΑ. Αφενός, αυτό θα «έφερνε» το Ιράν στα νότια σύνορα του κράτους, αφετέρου τα σύνορα αυτά είχαν διαμορφωθεί μεταξύ άλλων και με ένα πόλεμο με την Υεμένη το 1934 και κάποιες από τις περιοχές που αποκτήθηκαν τότε κατοικούνται από σιίτες και επιστροφή τους στην Υεμένη δε θα αποτελούσε απευκταίο σενάριο για πολλούς στην τελευταία[3].
Πολλές φορές έχει αποφασιστεί εκεχειρία, συχνά όμως αυτή έχει παραβιαστεί, ενώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι επιθέσεις έχουν σημειωθεί και σε σαουδαραβικό έδαφος μέσω πυραύλων και drones από τους Χούθι. Ο τερματισμός της σύγκρουσης αποτελεί πολιτική αναγκαιότητα για τη ΣΑ, αφού η συνέχισή του τόσα χρόνια ελάχιστα προσέφερε και ο de facto ηγέτης της και διάδοχος του θρόνου, Mohammed bin Salman, θέλει να εστιάσει στο “Όραμα 2030”, ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα για την προσαρμογή της σαουδαραβικής οικονομίας σε έναν κόσμο μη εξαρτημένο από το πετρέλαιο.

Καταλαμβάνοντας σημαντικό μέρος των νοτίων συνόρων της ΣΑ και των στενών της Ερυθράς Θάλασσας, απέναντι από το Κέρας της Αφρικής, η Υεμένη αποτελεί επίσης χώρα σημαίνουσας γεωπολιτικής σημασίας. Πηγή: https://www.offlinepost.gr/2021/04/20/yemeni-otan-h-anthropistiki-krisi/
Μία θετική νέα αρχή
Δεδομένου ότι η αντιπαλότητα ΣΑ και Ιράν παίζει κεντρικό ρόλο στα δύο αυτά πεδία, εκτιμώ ότι πραγματική βελτίωση των μεταξύ τους σχέσεων μπορεί να συμβάλλει ουσιωδώς στην επίλυση των σύνθετων προβλημάτων που υφίστανται. Ασφαλώς, δεν μπορούμε να μιλάμε από τόσο νωρίς για οριστικές λύσεις, μπορούμε όμως να δούμε κάποια ιδιαιτέρως θετικά βήματα.
Η Συρία και ο Assad αποτελούν εδώ και χρόνια για τα κράτη του Κόλπου μάλλον εχθρό, παρά φίλο. Σε αυτό το πλαίσιο, η σταθεροποίηση του καθεστώτος Assad στη χώρα θα έπρεπε θεωρητικά να προκαλέσει περαιτέρω εχθρότητα και αδιαφορία σε ό,τι αφορά την ανοικοδόμηση της χώρας και την αποκατάσταση της διεθνούς θέσης της, ειδικά στη γειτονιά της. Μέχρι πρόσφατα η ΣΑ υπήρξε ένα από τα βασικότερα αναχώματα στην πορεία αυτή, κάτι που όμως αρχίζει σταδιακά να αλλάζει.
Τον Απρίλιο έλαβε χώρα στη ΣΑ συνάντηση υπουργών και κορυφαίων αξιωματούχων του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (αποτελούμενο από Μπαχρέιν, Κουβέιτ, Ομάν, Κατάρ, ΣΑ και ΗΑΕ), καθώς και από την Αίγυπτο, το Ιράκ και την Ιορδανία, με τη Συρία και την επιστροφή της στον Αραβικό Σύνδεσμο να είναι ένα από τα θέματα συζήτησης[4], η οποία υλοποιήθηκε λίγο αργότερα. Σε διμερές επίπεδο, πάλι τον Απρίλιο, ο υπουργός εξωτερικών της Συρίας κλήθηκε στο Ριάντ για συνομιλίες, ενδεικτικό της αλλαγής διάθεσης της ΣΑ[5]. Όλα αυτά θα μπορούσαν να καταδεικνύουν και ενδεχόμενο ενδιαφέρον των αραβικών κρατών να συνεισφέρουν και στην ανοικοδόμηση της Συρίας. Δεν είναι σύμπτωση η λίγες εβδομάδες πριν έναρξη της εξομάλυνσης των σχέσεων της ΣΑ με το Ιράν.
Βέβαια, θα ήταν λάθος να υποθέσουμε ότι όλα θα κυλήσουν ομαλά, ακόμα και αν η «νέα αρχή» ανάμεσα σε ΣΑ και Ιράν καρποφορήσει. Το Κατάρ είχε ανοικτά εκφράσει την αποδοκιμασία του τόσο για την επαναπροσέγγισή της Συρίας με άλλα αραβικά κράτη, όσο και για το ενδεχόμενο επιστροφής της στον Αραβικό Σύνδεσμο, κρίνοντας ότι δεν έχουν εκλείψει οι λόγοι της αποβολής της το 2011[6], ενώ και οι περισσότερες δυτικές χώρες πιθανότητα δεν είναι ιδιαίτερα ικανοποιημένες από αυτές τις εξελίξεις, το οποίο συνιστά ακόμα μία ένδειξη για την απομάκρυνση της ΣΑ από τις ΗΠΑ και τη Δύση.
Ο Assad για μία σειρά λόγων (όχι αβάσιμοι οι περισσότεροι) δεν είναι δημοφιλής στη Δύση. Ωστόσο, στο βαθμό που η απομάκρυνση του δε φαντάζει ιδιαίτερα πιθανή το να βρεθεί ένα ειρηνικό και γόνιμο modus Vivendi με τις γειτονικές χώρες είναι μάλλον αναγκαίο, αφού η προσπάθεια απομάκρυνσής του όλα αυτά τα χρόνια δεν προκάλεσε παρά δυστυχία, θανάτους και ατελείωτες προσφυγικές ροές. Ακόμα και οι πιο σκληροί ρεαλιστές αν δε συγκινούνται από την ανθρωπιστική κρίση, το κόστος της στρατιωτική εμπλοκής, της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας και της διαχείρισης των προσφυγικών ροών σίγουρα θα τους προβληματίζουν. Η όσο το δυνατόν ταχύτερη επιστροφή της Συρίας στην κανονικότητα είναι ένας θετικός στόχος και η συμφωνία ΣΑ-Ιράν φαίνεται να συμβάλλει προς την υλοποίηση του.
Στην Υεμένη έχουν σημειωθεί επίσης σημαντικά βήματα προόδου. Έχουν ξεκινήσει ουσιαστικές συνομιλίες μεταξύ των Χούθι και αντιπροσωπειών από τη ΣΑ και το Ομάν, με θετικά μηνύματα και από τις δύο πλευρές αναφορικά με το κλίμα των συνομιλιών και τις πιθανότητές τους να αποδώσουν καρπούς[7]. Οι Χούθι δείχνουν διατεθειμένοι να προσφέρουν εγγυήσεις στη ΣΑ (ασφαλίζοντας έτσι τα νότια σύνορά της), ενώ και οι Σαουδάραβες έχουν ήδη ξεκινήσει την άρση του αποκλεισμού σε λιμάνια και το αεροδρόμιο της χώρας, γεγονός που ευθύνεται σε τεράστιο βαθμό για μία από τις χειρότερες ανθρωπιστικές κρίσεις στον πλανήτη[8].
Επιπλέον, έχουν εκδηλώσει και ενδιαφέρον για την ανοικοδόμηση της Υεμένης, ένα τεράστιο έργο, δεδομένων των εκτεταμένων καταστροφών που έχει υποστεί η χώρα, το οποίο ταυτόχρονα θα διαμορφώσει και οικονομικούς δεσμούς ανάμεσα στα δύο κράτη, οι οποίοι θα αποτελέσουν και μία επένδυση ουσιαστικά στη μακροπρόθεσμη διατήρηση των σχέσεών τους σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο και φυσικά κανείς δε θέλει οι επενδύσεις του να πηγαίνουν χαμένες[9]… Εδώ και αρκετό καιρό, υπάρχει μία ισχυρή τάση στη Μέση Ανατολή για περισσότερη ενασχόληση με αναπτυξιακά και παραγωγικά έργα, παρά με θρησκευτικές και άλλου τύπου έριδες.
Επιπρόσθετα, έχουν ήδη λάβει χώρα και αλλαγές αξιοσημείωτου αριθμού αιχμαλώτων ανάμεσα στις δύο πλευρές, κάτι που αναμένεται και να συνεχιστεί, ενδεικτικό της θετικής διάθεσης που υπάρχει ανάμεσα στις δύο πλευρές και του περιβάλλοντος εμπιστοσύνης που επιδιώκουν να δημιουργήσουν. Οι βάσεις για την οριστική επίτευξη της ειρήνης έχουν τεθεί, χωρίς να πρέπει να υποτιμηθούν τα εναπομείναντα βήματα, τα οποία ασφαλώς περιέχουν δυσκολίες.
Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι και σε αυτή την περιοχή, η προσπάθεια αποκατάστασης της εμπιστοσύνης μεταξύ ΣΑ και Ιράν, μπορεί να λειτουργήσει υπέρ της ειρήνης και της ευημερίας ακόμα και ανθρώπων εκτός των συνόρων των άμεσα εμπλεκομένων χωρών. Επομένως, από αυτή την οπτική, οι πρόσφατες εξελίξεις έχουν ιδιαίτερα θετικό αντίκτυπο και μας επιτρέπουν να ελπίζουμε ότι με τους κατάλληλους χειρισμούς κάθε διένεξη δύναται να επιλυθεί.
Η διογκούμενη κινεζική απειλή
Υπάρχει, ωστόσο, και μία δεύτερη διάσταση, πιο σύνθετη και η οποία αποτελεί πηγή προβληματισμού, κυρίως για τη Δύση: Ο καίριος ρόλος της Κίνας στην επίτευξη της συμφωνίας ΣΑ-Ιράν και ο αντίστοιχα ανύπαρκτος δικός της ρόλος, σε έναν χώρο που άλλοτε, ειδικά οι ΗΠΑ, είχε έντονη παρουσία και επιρροή.
Η απόσυρση των ΗΠΑ από τη Μέση Ανατολή αποτελεί μία σταδιακή διαδικασία που είχε ξεκινήσει από την εποχή του Obama, συνεχίστηκε και από τον Trump, ιδίως στη Συρία, αν και φρόντισε για τη διατήρηση ισχυρών με δεσμών με χώρες όπως το Ισραήλ και η ΣΑ, ενώ ο Biden έδειξε μάλλον περιορισμένο ενδιαφέρον για την περιοχή, πέραν κάποιων προσπαθειών για την εκ νέου επίτευξη συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, μάλιστα τα πρώτα χρόνια της προεδρίας του οδήγησε σε ρήξη τις σχέσεις με τη ΣΑ, λόγω σοβαρών παραβιάσεων των διεθνούς δικαίου από τη χώρα, συνδεδεμένες με τον Mohammed bin Salman (όπως η δολοφονία του Khashoggi), ενώ οργάνωσε και την αποχώρηση των ΗΠΑ από το όχι και τόσο μακρινό Αφγανιστάν.
Οι επιλογές αυτές έχουν ασφαλώς τη δική τους λογική, για παράδειγμα εξοικονόμηση πόρων για να διατεθούν σε πιο κρίσιμα γεωπολιτικά πεδία, όπως έχει καταστεί ο Ειρηνικός Ωκεανός με την άνοδο της Κίνας, από την άλλη αφήνουν ένα κενό που οι ανταγωνιστές της δεν είναι διατεθειμένοι να αφήσουν ανεκμετάλλευτο.
Η περαιτέρω προσέγγιση με τις χώρες της Μέσης Ανατολής μπορεί να έχει πολλαπλά οφέλη για την Κίνα. Θα αποκτήσει ακόμα μεγαλύτερη πρόσβαση σε νέες αγορές, όπως φάνηκε και στην περίπτωση της Ρωσίας, η ύπαρξη ποικιλίας επιλογών μπορεί να καταστεί σωτήρια για την κινεζική οικονομία σε περίπτωση ολικής ρήξης με τη Δύση, καθώς και σε φθηνές και άφθονες πρώτες ύλες, σημαντικές για τον ενεργειακό τομέα, ο οποίος φυσικά αποτελεί βαρόμετρο για όλες τις σύγχρονες, σημαντικές οικονομίες. Επίσης, η Ερυθρά Θάλασσα, ο Περσικός Κόλπος, η Αραβική Θάλασσα και κατ’ επέκταση ο Ινδικός Ωκεανός αποτελούν καίριες εμπορικές οδούς, πολύτιμες για μία εμπορική υπερδύναμη σαν την Κίνα. Τέτοιες οικονομικές βλέψεις ασφαλώς απαιτούν και ένα ειρηνικό περιβάλλον…
Παράλληλα η «ήσυχη», οικονομικού κυρίως χαρακτήρα διπλωματία της Κίνας της έχει επιτρέψει να αναπτύξει φιλικές σχέσεις, σε κάποιες χώρες κυρίως στην Αφρική έχουν φτάσει να είναι σχέση εξάρτησης, με έναν μεγάλο αριθμό χωρών, οι οποίες μπορούν να της παρέχουν διπλωματική και όχι μόνο υποστήριξη, ειδικά σε μία περίοδο σύγκρουσης με τη Δύση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι πιθανές επιπτώσεις στα όργανα του ΟΗΕ, που θεωρείται γενικά «δυτικής κατασκευής» οργανισμός, ιδίως στη Γενική Συνέλευση και το Συμβούλιο Ασφαλείας.
Ακόμα και αν δεχτούμε ότι η Δύση δεν προβληματίζεται ιδιαίτερα από το θέμα των πρώτων υλών, πάντως ο υψηλός πληθωρισμός και η ξαφνική στροφή του Biden προς τη ΣΑ (όχι με ιδιαίτερη επιτυχία, ενδεικτικό της αλλαγής του στρατηγικού προσανατολισμού της ΣΑ) με βασικό στόχο να αυξήσει ο ΟΠΕΚ την παραγωγή πετρελαίου δε συνηγορούν υπέρ αυτού, η διαρκής εξάπλωση της κινεζικής επιρροής, πολλές φορές σε κρίσιμες γεωπολιτικά περιοχές, με πόρους, σημαντικά λιμάνια και θαλάσσιες οδούς, δεν μπορεί να την αφήνει απροβλημάτιστη. Από το ξεκίνημα του ρωσοουκρανικού πολέμου έχει προχωρήσει με ταχύτατους ρυθμούς μία διαδικασία συγκρότησης ενός αντιδυτικού άξονα με προεξάρχουσες την Κίνα και τη Ρωσία και αυτός ο άξονας διευρύνεται διαρκώς, καθώς πλέον φαίνεται να έχει συμπεριλάβει και το μεγαλύτερο μέρος, αν όχι το σύνολο του Αραβικού Κόσμου.
Η μεσολάβηση της Κίνας στη συμφιλίωση ΣΑ και Ιράν, και η αντίστοιχη απόπειρα μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας θα μπορούσε να προστεθεί, αποτελεί ένα ηχηρό μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση. Η Κίνα δεν αποτελεί πια απλά έναν οικονομικό γίγαντα με περιορισμένες διεθνείς φιλοδοξίες και σκοπεύει να διεκδικήσει δυναμικά τη θέση που θεωρεί πως της αναλογεί στο παγκόσμιο στερέωμα, να γίνει το κέντρο μίας ιεραρχικής ακτινωτής διάταξης (όπως υποδηλώνει και η ίδια η κινεζική λέξη για την Κίνα- Τσούνγκ-κούο – δηλαδή το «Μέσο Βασίλειο»), δεχόμενη τον σεβασμό των άλλων χωρών[10].
Η περίπτωση της ΣΑ και του Ιράν αποτελούν μία ιδανική ευκαιρία για να προβάλει τον εαυτό της ως οραματιστή για μία νέα παγκόσμια τάξη, με κύρια χαρακτηριστικά την ειρήνη και τον σεβασμό στην εθνική κυριαρχία, ιδίως στα εσωτερικά θέματα, εστιάζοντας κυρίως στην οικονομική συνεργασία και σε επενδύσεις σε κρίσιμες υποδομές. Το κατά πόσο είναι όντως τόσο ευαγή τα κίνητρα της Κίνας είναι συζητήσιμο, ωστόσο χωρίς αμφιβολία σε περιοχές όπως η Μέση Ανατολή, όπου η δυτική ανάμιξη έφερε σχεδόν αποκλειστικά συγκρούσεις και οδύνη, ή η Αφρική, με το βαρύ αποικιοκρατικό παρελθόν, φαίνεται να έχει το ηθικό πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου της. Το αν θα μπορέσει να αντιστρέψει ή να διαχειριστεί η Δύση την τάση που έχει αρχίσει να διαμορφώνεται είναι αυτό που θα κρίνει και το αν θα μπορέσει να διατηρήσει την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία!
[1] Marshal F. (2021) H Δύναμη της Γεωγραφίας. Αθήνα: Εκδόσεις Διόπτρα, σελ. 109-110.
[2] Ο.π. σελ. 80.
[3] Ο.π. σελ. 126.
[4] https://www.aljazeera.com/news/2023/4/14/arab-nations-discuss-syria-return-to-arab-league-in-saudi-arabia
[5] https://www.aljazeera.com/news/2023/4/14/arab-nations-discuss-syria-return-to-arab-league-in-saudi-arabia
[6] https://www.reuters.com/world/middle-east/reasons-syrias-arab-league-suspension-still-stand-says-qatar-2023-04-13/
[7] https://www.aljazeera.com/news/2023/4/11/progress-on-yemen-peace-talks-despite-prisoner-swap-delay
[8] https://www.aljazeera.com/news/2023/4/7/saudi-led-coalition-lifts-import-restrictions-in-south-yemen
[9] https://www.aljazeera.com/news/2023/4/11/progress-on-yemen-peace-talks-despite-prisoner-swap-delay
[10] Brzezinski Z. (1997) Η Μεγάλη Σκακιέρα. Αθήνα: Εκδόσεις Λιβάνη Ι.Κ.Ε., σελ. 271-272.