Γράφει ο Αντώνης Παράσχος
Το ξέσπασμα του ρωσοουκρανικού πολέμου, σε πρώτη φάση πυροδότησε ένα μεγάλο κύμα σύμπνοιας και ενότητας εντός της Δύσης. Εντούτοις, δεν άργησαν να παρουσιαστούν και αποκλίσεις, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο σημαντικές. Φυσικά, μία από τις σημαντικές περιπτώσεις είναι αυτή της Ουγγαρίας, η οποία και θα εξεταστεί στο παρόν άρθρο.
Τα τελευταία χρόνια, η χώρα του Victor Orban αποτελεί έναν εξόχως δύσκολο εταίρο για την ΕΕ, ιδιαίτερα αναφορικά με τα ζητήματα του μεταναστευτικού, του κράτους δικαίου και των κυρώσεων στη Ρωσία λόγω της εισβολής στην Ουκρανία. Κύρια πηγή αυτών αποτελεί ο χαρακτήρας της ουγγρικής κυβέρνησης, με την εφαρμογή μίας πολιτικής κλειστών συνόρων και απροθυμίας υποδοχής μεταναστών, το σταδιακό έλεγχο της δικαστικής εξουσίας και η «προνομιακή» σχέση με τον πρόεδρο της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Vladimir Putin.
Η Ρωσία αποτελεί τον βασικό προμηθευτή φυσικού αερίου για την Ουγγαρία, με την τελευταία να έχει υποστηρίξει την ενεργειακή σχέση με την ΕΕ, που προωθήθηκε από τη Γερμανία. Στη χώρα κυριαρχεί η αντίληψη ότι γενικά δεν πρέπει να εξαρτάται από μία δύναμη, είτε αυτή λέγεται ΗΠΑ, είτε Ρωσία ή οπωσδήποτε αλλιώς. Η στάση αυτή είναι σύμφωνη και με την ιστορική παράδοση της χώρας, θεμελιώδες στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας των Ούγγρων και της ρητορικής του Orban, που τη θέλει ανυπότακτη σε μεγάλες δυνάμεις και να αγωνίζεται για να διατηρήσει την ανεξάρτητη βούλησή, ακόμα και με δυσβάστακτο κόστος, όπως το 1956 με την εξέγερση εναντίον της ΕΣΣΔ, η οποία κατεστάλη βίαια στη Βουδαπέστη.
Παράλληλα, κρίσιμης σημασίας είναι και οι ιδεολογικοί δεσμοί που συνδέουν τις δύο χώρες. Οι συντηρητικές αξίες, όπως οι εθνικές παραδόσεις, η οικογένεια και η θρησκεία αποτελούν βασικούς πυλώνες της πολιτικής τόσο της Ουγγαρίας, όσο και της Ρωσίας. Επόμενο είναι, οι δύο χώρες να μπορούν εύκολα να συνεργαστούν στο διεθνές πεδίο, αφού αμφότερες προβάλλουν και εφαρμόζουν μία αντι-φιλελεύθερη, εναντίον της παγκοσμιοποίησης ατζέντα, δημιουργώντας έτσι ενός είδους αλληλεγγύη ανάμεσα σε αυτά τα δύο προπύργια του συντηρητισμού.
Ο Victor Orban με τον Vladimir Putin. Πηγή: https://www.euractiv.com/section/global-europe/news/putin-to-host-eu-ally-orban-amid-ukraine-crisis/
Έτσι, λοιπόν, η Ουγγαρία πράγματι δεν έχει ακολουθήσει πλήρως τις άλλες χώρες της ΕΕ, δεν έχει υιοθετήσει όλες τις κυρώσεις, ιδίως αυτές στον ενεργειακό τομέα, δεν είναι τυχαίο ότι η Ουγγαρία είναι σταθερά από τις χώρες της ΕΕ με τη φθηνότερη ενέργεια, χωρίς βέβαια να έχει αποφύγει τα υψηλά επίπεδα πληθωρισμού, ενώ δεν επιτρέπει και τη διέλευση στρατιωτικών δυνάμεων στο έδαφός τηρώντας μία αυστηρά ουδέτερη στάση, με τον Orban να έχει επανειλημμένα παροτρύνει τις δύο πλευρές να επιλέξουν την οδό των διαπραγματεύσεων, έχοντας μάλιστα εκδηλώσει και την προθυμία της χώρας του να φιλοξενήσει συνομιλίες μεταξύ των δύο πλευρών.
Αυτό το ενδεχόμενο δε φαίνεται να έχει ενθουσιάσει ιδιαίτερα τη Δύση, ωστόσο δε νομίζω ότι οι κύριες εναλλακτικές, όπως η Τουρκία, αποτελούν πράγματι καλύτερη επιλογή, βεβαία οι αποφάσεις επί αυτών των ζητημάτων εναπόκεινται κυρίως στη Ρωσία και την Ουκρανία και λιγότερο σε τρίτους. Επιπλέον, δεν παραλείπει να καταλογίσει ευθύνες και στη Δύση για το ξέσπασμα του πολέμου.
Θα ήταν λάθος πάντως να ισχυριστούμε ότι η Ουγγαρία έχει τηρήσει καθαρά αντι-ουκρανική στάση. Η χώρα έχει ανοίξει τα σύνορά της και σε συνδυασμό με την κοινωνία των πολιτών έχει παράσχει υποστήριξη σε έναν μεγάλο αριθμό ουκρανών προσφύγων, εφαρμόζοντας δηλαδή την αντίθετη πολιτική από αυτήν που έχει εφαρμόσει για τους ανθρώπους από τη Συρία και άλλα αραβικά και αφρικανικά κράτη. Επιπρόσθετα, έχει εγκρίνει (έστω και με κάποια δυσκολία) την παροχή οικονομικής και ανθρωπιστικής βοήθειας, ενώ οι αντιρρήσεις στις κυρώσεις αφορούν κατά βάση τον ενεργειακό τομέα και λιγότερο άλλους. Μάλιστα, ο Ούγγρος πρωθυπουργός έχει δηλώσει ότι είναι προς το συμφέρον της χώρας του η διατήρηση μίας κυρίαρχης και ανεξάρτητης Ουκρανίας.
Η στάση της Ουγγαρίας εν ολίγοις είναι έντονα επηρεασμένη από οικονομικούς παράγοντες. Δε γίνεται όμως να μην αναρωτηθούμε γιατί η ίδια χώρα που στη σύγκρουση της με την ΕΕ για θέματα όπως το μεταναστευτικό και το κράτος δικαίου, προβάλλει τη σημασία των αξιών της ως υπερέχουσα των οικονομικών κυρώσεων και των συνεπακόλουθων απωλειών, τώρα παρουσιάζει την οικονομία ως κρίσιμο στοιχείο, που δε δύναται να αγνοήσει. Ο λόγος είναι ότι και εδώ υπεισέρχονται κάποια μη-οικονομικά στοιχεία που ούτε ο Orban και κυρίως ούτε μεγάλο μέρος των Ούγγρων ψηφοφόρων είναι διατεθειμένοι να αγνοήσουν.
Η αλήθεια είναι ότι οι ουγγρο-ουκρανικές σχέσεις τα τελευταία χρόνια δεν είναι ιδιαίτερα καλές, λόγω ζητημάτων αναφορικά με την αντιμετώπιση της ουγγρικής μειονότητας εντός ουκρανικού εδάφους, στην Υπερκαρπαθία. To 2017 υιοθετήθηκε νόμος που περιόριζε τη δυνατότητα χρήσης της ουγγρικής γλώσσας στην εκπαίδευση, την επόμενη χρονιά η απόκτηση ουγγρικού διαβατηρίου χαρακτηρίστηκε ως εσχάτη προδοσία, ενώ ακόμα σημειώθηκαν δύο επιθέσεις στα γραφεία του σημαντικότερου ουγγρικού κόμματος, γεγονότα όχι άγνωστα στην ΕΕ, τα οποία ασφαλώς δηλητηρίασαν τις σχέσεις των δύο χωρών.
Εκκλησία στην Υπερκαρπαθία με την ουγγρική σημαία κρεμασμένη. Πηγή: https://www.nytimes.com/2022/06/16/world/europe/ethnic-hungarians-ukraine-war.html
Στο πλαίσιο αυτό, το να λάβει μία στάση η οποία θα είχε ολέθριες συνέπειες για την Ουγγαρία θα ήταν ιδιαίτερα επιζήμιο και για τον ίδιο, δεδομένου ότι την άνοιξη του 2022 έγιναν και εκλογές στις οποίες το Fidesz καλούνταν να αντιμετωπίσει το σύνολο σχεδόν των υπολοίπων κομμάτων. Ο Orban μπόρεσε έτσι να παρουσιάσει το κόμμα του ως το κόμμα της ειρήνης και της υπεράσπισης των ουγγρικών συμφερόντων, πάνω από τα ξένα συμφέροντα, μία αντίληψη ιδιαίτερα δημοφιλής, όπως έχει ήδη εξεταστεί, στην Ουγγαρία, μη θέλοντας να ζημιώσει τη χώρα του υπέρ της μη-φιλικής Ουκρανίας.
Αυτή είναι και η βασική διαφορά με την Πολωνία, άλλοτε μεγάλο σύμμαχο στις αψιμαχίες με την ΕΕ, που έχει υποστηρίξει πλήρως την Ουκρανία από την αρχή του πολέμου, θέση η οποία μάλιστα έχει συνδράμει και στην αξιοπρόσεκτη εξομάλυνση των σχέσεων Πολωνίας-Δύσης, με το αξιακό χάσμα, ιδίως σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα της LGBTQ κοινότητας, το κράτος δικαίου και τις αμβλώσεις, να έχει σε σημαντικό βαθμό, και τουλάχιστον προς το παρόν, γεφυρωθεί.
Ενώ όμως η αντι-ρωσική ρητορική αποτελούσε βασικό χαρακτηριστικό του κυβερνώντος Κόμματος του Νόμου και της Δικαιοσύνης (PiS) και τα έντονα φιλοουκρανικά αισθήματα είναι διάχυτα στην πολωνική κοινωνία, αυτά δεν υπήρχαν στην Ουγγαρία. Πρέπει συνεπώς να κατανοήσουμε ότι αν και όντως η καλή σχέση Putin-Orban έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο, εν πολλοίς η πολιτική της Ουγγαρίας έχει υπαγορευτεί από ρεαλιστικές ανάγκες και χαρακτηριστικά της χώρας που δε δύνανται να αγνοηθούν.
Αυτή η ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική που ακολουθείται από την ουγγρική κυβέρνηση δεν αποτελεί κάτι καινοφανές, απεναντίας αποτελεί μάλλον την κορύφωση μίας τακτικής που εφαρμόζεται εδώ και χρόνια. Και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, με την απόκτηση τόσο ρωσικών, όσο και κινεζικών εμβολίων, μαζί με αυτά από την ΕΕ, φάνηκε ότι η καχυποψία πολλών δυτικών χωρών για την «Ανατολή» είναι ελάχιστη στην Ουγγαρία, δε δύναται πάντως να παραβλεφθεί το γεγονός ότι η Ευρώπη εξακολουθεί να αποτελεί μάλλον προτιμότερη επιλογή από Κίνα και Ρωσία, καθώς στην πραγματικότητα πιθανή έξοδος από την ΕΕ θα αποτελούσε οικονομική αυτοκτονία, κάτι που και ο ίδιος ο Orban έχει αναγνωρίσει.
Η επιθυμία να μη χάσει η Ουγγαρία την αυτονομία και την ιδιαιτερότητά της, καθώς και η ιδεολογική συγγένεια (κυρίως με τη Ρωσία και λιγότερο με την Κίνα) είναι όπως εξετάσθηκε δύο καίριοι παράγοντες, ενώ ενδεχομένως να υπάρχει και ένα τρίτο διόλου ευκαταφρόνητο κίνητρο, να επιθυμεί δηλαδή ο Orban να κάνει μία «επένδυση» για το μέλλον. Η πεποίθηση ότι η Κίνα θα είναι σε θέση να εκθρονίσει στο μεσοπρόθεσμα τις ΗΠΑ δεν είναι παλιά, ενώ πολλές μη δυτικές χώρες, όπως η Ινδία και η Σαουδική Αραβία έχουν ένα αξιοπρόσεκτο βάρος στη γεωπολιτική σκακιέρα, εφαρμόζοντας τη δική τους πολιτική. Έτσι, η Ουγγαρία επιδιώκει να μη βρεθεί εκτεθειμένη σε περίπτωση που η Δύση χάσει την πρωτοκαθεδρία της.
Ομολογουμένως, οι πρόσφατες εξελίξεις έχουν επιδράσει καταλυτικά στην όλο και πιο δυναμική διαμόρφωση ενός αντιδυτικού συνασπισμού με προεξάρχουσες την Κίνα, τη Ρωσία και το Ιράν, έναν εξόχως επικίνδυνο γεωπολιτικό αντίπαλο. Παράλληλα, η ομάδα των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική) κάνει επίσης δυναμικά βήματα τόσο ως προς την εμβάθυνση των σχέσεων μεταξύ των χωρών όσο και ως προς την επέκταση και σε άλλες χώρες, όπως το Ιράν, εμφανή σημάδια της ενδυνάμωσης των χωρών που δεν ανήκουν στο δυτικό στρατόπεδο.
Αυτή ακριβώς η κατάσταση όμως, με την όλο και δυναμικότερη εμφάνιση μη δυτικών χωρών στο προσκήνιο, είναι που έχει προκαλέσει και μεγαλύτερη πόλωση ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα, όπως σταδιακά αποκρυσταλλώνονται, και ως εκ τούτου καθιστά «διπλωματικές ακροβασίες», σαν αυτές του Orban, διαρκώς δυσχερέστερες. Αποκλίνουσες συμπεριφορές δεν περνάνε απαρατήρητες και συχνά αγγίζουν τα όρια της προδοσίας και δεν είναι απίθανο η Ουγγαρία να βρεθεί κάποια στιγμή σε ένα σταυροδρόμι από το οποίο μόνο ένα μονοπάτι θα μπορεί να επιλέξει.
Ένα κρίσιμο ερώτημα είναι αν θα πρέπει η Δύση και ειδικά η ΕΕ να βιαστούν να οδηγήσουν τη χώρα εκεί. Το να «αναγκάσουν» ένα μέλος τους να πειθαρχήσει απόλυτα στις επιταγές τους δε συνάδει με τις φιλελεύθερες αξίες της Δύσης, πολλές από αυτές βέβαια αμφισβητούνται από την Ουγγαρία. Ωστόσο, όσο η διεθνής ένταση ανεβαίνει είναι λογικό κάθε στρατόπεδο να επιδιώκει τη μέγιστη συσπείρωση και πειθαρχία. Ο συνδυασμός προώθησης αξιών και ρεαλιστικών στόχων ανέκαθεν αποτελούσε δύσκολη πρόκληση για τη Δύση.
Το να τεθεί η Ουγγαρία εκτός ΕΕ (και σε σημαντικό βαθμό εκτός Δύσης), σενάριο που έχει ακουστεί αρκετές φορές, επίσης δεν αποτελεί εύκολη επιλογή για καμία από τις δύο πλευρές. O κυρίαρχος ρόλος της ΕΕ στην οικονομία της Ουγγαρίας, καθώς και η γεωγραφική εγγύτητα με πολλά άλλα μέλη καθιστούν αυτό το ενδεχόμενο δυσμενές και ο Orban δεν το αγνοεί. Από την άλλη, δεν είναι καλή εποχή για τη Δύση να αρχίσει να χάνει μέλη και συμμάχους, ιδιαίτερα υπέρ ενός συνασπισμού που γίνεται όλο και πιο απειλητικός, ενώ θα αποτελούσε και πλήγμα για το κύρος και την ελκυστικότητά της.
Θα μπορούσε η Ουγγαρία να εκμεταλλευτεί αυτά τα σύνθετα διλήμματα και τη στασιμότητα στην οποία μπορεί να οδηγήσουν, ώστε να συνεχίσει να αποκομίζει οφέλη και εντός και εκτός Δύσης, όπως επιθυμεί ο πρωθυπουργός της; Αναντίρρητα, ωστόσο, όποιος επιδιώκει να διατηρεί εξίσου καλές σχέσεις με δύο στρατόπεδα σε ταραγμένες εποχές, συχνά διατρέχει αυξημένο κίνδυνο να χάσει αμφοτέρωθεν την εύνοια και την εμπιστοσύνη.
Κλείνοντας, είναι κρίσιμο να συγκρατήσουμε ότι η σύνθετη ουγγρική πολιτική έχει υπαγορευτεί από πολυποίκιλους παράγοντες, όπως οι προϋπάρχουσες κακές σχέσεις με την Ουκρανία, η κεφαλαιώδης ενεργειακή σχέση με τη Ρωσία, αλλά και ο θεμελιώδης ρόλος που διαδραματίζει η ΕΕ για την πορεία της ουγγρικής οικονομίας, παράγοντες που η Ουγγαρία δεν αγνοεί και επιδιώκει να συμβιβάσει έχοντας ως γνώμονα το εθνικό της συμφέρον. Όπως και ο ίδιος ο Orban έχει δηλώσει η Ουγγαρία δε βρίσκεται στη σωστή ή τη λάθος πλευρά της ιστορίας, αλλά στην ουγγρική πλευρά της ιστορίας! Μένει να δούμε το αν θα ευδοκιμήσει τελικά αυτή η πολιτική.
Οι απόψεις των αρθρογράφων δεν απηχούν την άποψη της συντακτικής ομάδας ούτε του Pnyka Org.
Διαβάστε περισσότερα: Ουγγαρία
- ΗΠΑ: Αποχωρεί από την προεκλογική εκστρατεία ο Τζο Μπάιντεν
- Ανασχηματισμός: Αλλαγές στα Υπουργεία Προστασίας του Πολίτη, Εργασίας και Υγείας
- Γλυφάδα: Βρέθηκε βόμβα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου
- Threads: Ο ανταγωνιστής του twitter;
- Ουδέν νεώτερον από το Ανατολικό Μέτωπο
- Είναι είδος πολυτελείας οι καλοκαιρινές διακοπές στα ελληνικά νησιά;