Γράφει η Μαρία Ρόγκα
Εισαγωγή σε βασικές έννοιες ένσταση
Στη σύγχρονη νομική πραγματικότητα το Αστικό Δίκαιο διακρίνεται σε ουσιαστικό και δικονομικό. Η εν λόγω διχοτόμηση δε στερείται σημασίας, καθόσον κάθε επιμέρους τμήμα εκπληρώνει διαφορετική λειτουργία και μονάχα η σύμφυτη δράση αυτών είναι ικανή να συντελέσει στην απονομή της δικαιοσύνης και κατά επέκταση στην κοινωνική ασφάλεια και ευημερία. Στο σημείο αυτό, απαραίτητη κρίνεται η εννοιολογική απόδοση και ως εκ τούτου οριοθέτηση αυτών.
Ως Αστικό Δίκαιο στην ελληνική έννομη τάξη νοείται το σύνολο κανόνων οι οποίοι διέπουν τις ιδιωτικές συναλλαγές και εν γένει την ιδιωτική ζωή ή κατά οριακά επιτρεπτή απλούστευση τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών. Όπως κατέστη ήδη σαφές ανωτέρω, διακρίνεται σε δύο κατηγορίες, το ουσιαστικό και το δικονομικό. Με τον όρο ουσιαστικό αποδίδουμε το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν την απονομή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων με φορείς και αποδέκτες τους ιδιώτες [κατά τρόπο αντίστοιχο].
Αποτελεί αναντίρρητη αλήθεια, όμως, πως οι κανόνες του ουσιαστικού δικαίου ενίοτε καταστρατηγούνται. Η παραβίαση αυτή οδηγεί στη γένεση διαφοράς μεταξύ δύο ή περισσοτέρων πολιτών και καθώς απειλεί με διατάραξη την κοινωνική ειρήνη κρίνεται αναγκαία η πολιτειακή παρέμβαση. Η παρέμβαση επέρχεται μέσω των κρατικών οργάνων και αποσκοπεί στην επίλυση της εν λόγω διαφοράς.
Στο σημείο αυτό ακριβώς βρίσκει εφαρμογή το δικονομικό δίκαιο. Με τον όρο δικονομικό δίκαιο προσδιορίζεται το πλέγμα ρυθμίσεων που οργανώνουν την απονομή τη δικαιοσύνης και δη τη διαδικασία ενώπιον των δικαστικών αρχών, σε περίπτωση μη πρότερης συμμόρφωσης των πολιτών με τις κατά νόμου επιταγές. Το Αστικό Δικονομικό δίκαιο καλείται άλλως Πολιτική Δικονομία (πολιτική < πολίτης, ιδιώτης).
Εξέχουσα θέση στο δίκαιο αυτό κατέχουν τα ένδικα βοηθήματα και δη η ένσταση. Η τελευταία, στη σύγχρονη νομική πραγματικότητα, συνιστά μόρφωμα με ιδιαίτερη βαρύτητα και δυναμική. Προκειμένου να αντιληφθούμε σε βάθος τη σημασία του όρου, κρίνεται απαραίτητη μία σύντομη διασαφήνιση του ευρύτερου πλαισίου εντός του οποίου απαντάται.
Η ένσταση υπό το πρίσμα του δικονομικού δικαίου
Εάν αναχθούμε στα πρώτα στάδια της διαδικασίας εντός της οποίας εμφανίζεται μία ένσταση, σημαντικότερη θέση θα διαπιστώσουμε πως καταλαμβάνει η αγωγή. Ειδικότερα, η άσκηση αγωγής συνιστά το <<όχημα>>, δηλαδή το δικονομικό μέσο με το οποίο ο κοινωνός κατορθώνει να πραγματώσει ένα ουσιαστικό δικαίωμα. Με άλλες λέξεις, η αγωγή φέρει προς δικαστική διάγνωση το ως άνω δικαίωμα. Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό πως πρόκειται για επιθετική πράξη με την άσκηση της οποίας ζητείται παροχή έννομης προστασίας. Περεταίρω, με την άσκηση του ένδικου αυτού βοηθήματος πραγματοποιείται εισαγωγή στο αντικείμενο της δίκης.
Ωστόσο, όπως σε κάθε τομέα της συναλλακτικής ζωής η επίθεση βρίσκεται αντιμέτωπη με την άμυνα του αντιπάλου, το ίδιο συμβαίνει και στη πολιτική δίκη. Ειδικότερα, η αγωγή ως επιθετική πράξη αποκρούεται από την άμυνα του εναγόμενου η οποία διαρθρώνεται σε αρνητική απάντηση και προβολή ένστασης. Ως προς τη τελευταία, σημειώνεται πως γίνεται λόγος για αμυντική πράξη με την οποία επιτυγχάνεται εισαγωγή στη δίκη αυτοτελών και αντικρουόμενων ισχυρισμών.
Επιπροσθέτως, μπορούμε να διατυπώσουμε πως με την προβολή του ένδικου αυτού βοηθήματος ο εναγόμενος και εν προκειμένω αμυνόμενος αποδέχεται την ιστορική ή πραγματική βάση της αγωγής ως έχει ήδη προβληθεί, ωστόσο παραθέτει νέα πραγματικά γεγονότα/περιστατικά τα οποία αποσκοπούν είτε στην απόρριψη της αγωγής είτε στην αναβολή της δίκης, και σε δεύτερη ανάλυση αποτροπή επέλευσης της επιζητούμενης έννομης προστασίας.
Εμβαθύνοντας, με την δικονομική ένσταση πραγματοποιείται επίκληση γεγονότων τα οποία εμπόδισαν τη γένεση της (έννομης) σχέσης που επικαλείται ο ενάγων. Αναλυτικότερα, ο ενιστάμενος – εναγόμενος – αποδέχεται μεν είτε ρητώς, είτε σιωπηρώς τις διαδικαστικές της δίκης προϋποθέσεις (βάσει ΚΠολΔ 263), ισχυρίζεται δε πως λόγω της παράλληλης συνδρομής άλλων παραγόντων η υπό εξέταση σχέση εν τέλει δεν υφίσταται. Αφού , λοιπόν, ο ενιστάμενος επικαλείται νέους ισχυρισμού, όπως καταδεικνύεται κατωτέρω, οφείλει και να τους αποδείξει.
Η ένσταση υπό το πρίσμα του ουσιαστικού δικαίου
Αξιόλογη παρουσιάζεται και η εννοιολογική προσέγγιση, φυσικά, της ένστασης εξ ουσιαστικής εννοίας. Πιο αναλυτικά, η ένσταση αποτελεί το διαπλαστικό δικαίωμα του οφειλέτη – εναγόμενου από δικονομική σκοπιά- προς άρνηση εκπλήρωσης της παροχής και πρόκειται για επίκληση νόμιμου λόγου ο οποίος συνιστά τροχοπέδη στη θετική διάγνωση του επίδικου δικαιώματος.
Στο πλαίσιο διεξαγωγής της δίκης, η ένσταση παρουσιάζει ορισμένα κοινά στοιχεία με την άρνηση. Ειδικότερα, τόσο η αρνητική απάντηση επί της αγωγής, όσο και η ένσταση αποτελούν μέσο άμυνας του εναγόμενου. Ως προς την απάντηση σε μία αγωγή, αυτή διακρίνεται σε καταφατική, αρνητική και μικτή.
Η αρνητική απάντηση, ή όπως αλλιώς καλείται άρνηση της αγωγής, ομοιάζει με την ένσταση ως προς το στοιχείο της μη αποδοχής της αγωγής. Παρά το σημείο τομής, όμως, δε σημειώνεται ταύτιση των εννοιών. Η σπουδαιότητα της διαφοροποίησης αυτής έγκειται στη κατανομή του βάρους απόδειξης, δηλαδή στον καθορισμό του διαδίκου ο οποίος υποχρεούται να προβεί σε απόδειξη των όσων υποστηρίζει.
Έτσι, ενώ η άρνηση κατανέμει το βάρος απόδειξης στον ενάγοντα, δε συμβαίνει το ίδιο με την ένσταση η οποία κατανέμει το βάρος στον εναγόμενο. Μία ακόμα διαφορά εντοπίζεται στο κέντρο βάρους. Η άρνηση στοχεύει στο ουσιαστικό δικαίωμα, εν αντιθέσει της ενστάσεως η οποία είναι εφικτό να στοχεύει και στη δικονομική διαδικασία. Συνεπώς, η διάκριση μεταξύ άρνησης και ένστασης παρουσιάζει κεφαλαιώδη σημασία.
Σε μία δίκη κάθε διάδικο μέρος φέρει το δικονομικό βάρος των ισχυρισμών του καταρχήν. Βαρύνεται, δηλαδή με την προσκόμιση ορισμένων απαραίτητων αποδεικτικών στοιχείων. Το βάρος αυτό υφίσταται σε κάθε ένδικο βοήθημα και κατανέμεται αναλόγως. Αναφορικά με την ένσταση, το βάρος απόδειξης διαδραματίζει ιδιαίτερη σημασία.
Όπως προεκτέθει ανωτέρω, η σπουδαιότητα της διάκρισης μεταξύ ένστασης και άρνησης έγκειται εν μέρει στη κατανομή του βάρους απόδειξης, δηλαδή την υποχρέωση απόδειξης των επικαλούμενων/εκτιθέμενων ισχυρισμών. Έτσι, εάν ένας ισχυρισμός κριθεί ως ένσταση το βάρος απόδειξης φέρει καταρχήν ο ενιστάμενος, δηλαδή ο εναγόμενος.
Φυσικά, κάθε κανόνας επιδέχεται εξαιρέσεων. Το ίδιο, λοιπόν, συμβαίνει και στην κατανομή του βάρους απόδειξης σε μία ένσταση. Αναλυτικότερα, είναι γεγονός πως υφίστανται ενστάσεις στις οποίες – παρά τον χαρακτηρισμό αυτών ως ενστάσεων – τους ισχυρισμούς καλείται να αποδείξει ο ενάγων. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα συνιστά η ένσταση περί ελλείψεως των της δίκης διαδικαστικών προϋποθέσεων (βλ. ΚΠολΔ 62 – 68 και 73).
Άσκηση ένστασης
Οι ενστάσεις (262 ή 3 ΚΠολΔ) προβάλλονται κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο, εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου, επί ποινή απαραδέκτου. Έρεισμα της θέσης αυτής ως προς το χρόνο προβολής συνιστά η αρχή <<αξίωμα του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι>> επί της οποίας παρασκευάσθηκε η οικεία διάταξη.
Η επιλογή αυτή σύμφωνα με τον εισηγητή της διάταξης, Γ.Ράμμο αποσκοπεί στη συγκέντρωση του επίδικου υλικού, η οποία προάγει τη ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, αφού επιτρέπει στον εκάστοτε δικαστή να διαμορφώσει εξ υπαρχής μία εκτίμηση περί της πραγματικής καταστάσεως και να προβεί άμεσα στην όποια διαταγή κρίνεται απαραίτητο.
Μολαταύτα, σημειώνεται πως τα προλεχθέντα δε βρίσκουν πεδίο εφαρμογής σε τυχόν ισχυρισμούς οι οποίοι κατά πως προβλέπεται στο νόμο προβάλλονται είτε σε κάθε στάση της δίκης, είτε λαμβάνονται υπόψιν αυτεπάγγελτα εκάστη στιγμή. Αναφερόμενοι στους ισχυρισμούς αυτούς -όπως προκύπτει και από 269 ΚπολΔ- εννοούμε είτε ισχυρισμούς μεταγενεστέρως προκυψουσών, είτε μη εγκαίρως προβαλλόμενων σπουδαίο λόγο.
Επίλογος
Καταληκτικά, καθίσταται σαφής η αξία της ενστάσεως στη σύγχρονη πολιτική δίκη. Το ένδικο αυτό βοήθημα καταλαμβάνει σημαντική θέση στην κατάστρωση της άμυνας του εναγόμενου, οδηγεί σε διεύρυνση του αντικειμένου της δίκης και ενίοτε σε εναλλαγή ρόλων των διαδίκων. Απαιτεί δε ιδιαίτερες προϋποθέσεις άσκησης βάσει των οποίων και κρίνεται εν μέρει η κατάληξη της δίκης και σε τελευταία ανάλυση η επίλυση της ιδιωτικής διαφοράς.
Διαβάστε περισσότερα: ένσταση
Συνέντευξη Ζελένσκι στην ΕΡΤ: «Ο πόλεμος θα τελειώσει όταν νικήσει η Ουκρανία»
Η δημόσια τηλεόραση φιλοξένησε την αποκλειστική συνέντευξη του προέδρου της εμπόλεμης Ουκρανίας.

Τι πραγματικά συμβαίνει στη Σανγκάη
Παρακολουθώ έντρομη όλα όσα συμβαίνουν στη Σανγκάη τις τελευταίες ημέρες και ένιωσα μία έντονη ανάγκη να αναφερθώ στο χάος που έχει προκαλέσει η πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας.

Ο Παύλος Πολάκης αποτελεί ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον φαινόμενο πολιτικού, κατά τη γνώμη μου με αρνητικό πρόσημο.