Γράφει η Χριστίνα Λιάνη
Είναι ευρέως γνωστό ότι η πλειονότητα των σύγχρονων κρατών διαθέτει Σύνταγμα, δηλαδή ένα γραπτό ενιαίο κείμενο το οποίο χαρακτηρίζεται ως ο υπέρτατος και θεμελιώδης νόμος μίας πολιτείας. Ηνωμένο Βασίλειο
Το Σύνταγμα έχει υπερέχουσα θέση έναντι των υπολοίπων νόμων του κράτους ( των λεγόμενων
«κοινών» νόμων ), διασφαλίζοντας την υπακοή των ανωτέρω κανόνων και την εφαρμογή των
διατάξεων τους εντός του πλαισίου που ορίζεται από αυτό. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες χώρες
που δεν διαθέτουν Σύνταγμα, όπως αυτό προσδιορίζεται με βάσει τα προαναφερθέντα.
Σε αυτή τη κατηγορία εντάσσεται το Ηνωμένο Βασίλειο, το Ισραήλ κι η Νέα Ζηλανδία, κράτη τα
οποία έχουν σύνταγμα υπό την έννοια ενός συστήματος κανόνων κι αρχών το οποίο καθορίζει τη
μορφή του πολιτεύματος, την οργάνωση της κρατικής εξουσίας, ενώ συγχρόνως ρυθμίζει τις
αρμοδιότητες των κρατικών οργάνων και τις σχέσεις τους με τους πολίτες, αλλά δεν αποτυπώνεται
γραπτά. Επομένως, συναντάμε μία βασική διάκριση: αφενός υφίστανται κωδικοποιημένα
Συντάγματα, αφετέρου άγραφα, όπως εκείνο του Ηνωμένου Βασιλείου.
Μια ιστορική αναδρομή θα μάς επιτρέψει να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους η
Βρετανία περιορίζεται στην άγραφη φύση του Συντάγματος κι υιοθετεί ένα μοντέλο που βασίζεται
σε πολιτικές κι όχι νομικές αξίες. Σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπως είναι η Ελλάδα, η Ιταλία κι η
Γαλλία, χώρες οι οποίες εξεγέρθηκαν έναντι των κυβερνώντων επιζητώντας την θέσπιση
Συντάγματος, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν βίωσε κάποια επαναστατική-συνταγματική στιγμή
(constitutional moment).
Αυτό σημαίνει ότι η Βρετανία δεν γνώρισε κάποια γενικευμένη λαϊκή αντίδραση, τουλάχιστον
μετά τον 17ο αιώνα, όπως άλλωστε δεν βίωσε τη πλήρη ήττα σε πόλεμο ύστερα από το 1066 με τη
μάχη του Χέιστινκς ( Battle of Hastings ). Καθίσταται, λοιπόν, ευνόητο ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έχει
αναπτύξει μία κουλτούρα αυτοπεριορισμού του μονάρχη από τον 17ο αιώνα, όπου προηγείτο για
πρώτη και μοναδική φορά η θέσπιση ενός τυπικού, γραπτού, αλλά βραχύβιου Συντάγματος από τον
Κρόμγουελ, το οποίο έγινε γνωστό ως μέσο της Κυβέρνησης (Instrument Of Government).
Ωστόσο, δε πρέπει να παραληφθεί το γεγονός ότι το βρετανικό σύνταγμα απαρτίζεται από
συνταγματικά έγγραφα τα οποία συνιστούν θεμελιώδη μέρη του, αλλά δεν αποτελούν κομμάτι
ενός ενιαίου κειμένου, καθότι πρόκειται για διαφορετικά καταστατικά. Χαρακτηριστικά
παραδείγματα αποτελούν η Μάγκνα Κάρτα (Magna Carta, 1215) , ο Νόμος περί Διακανονισμών
(The Act of Settlement, 1701) κι οι Κοινοβουλευτικοί Νόμοι (Parliament Acts, 1911 & 1949), ενώ
πρόσφατη περίπτωση συνιστά ο Νόμος περί Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Act, 1998).
Κάπως έτσι αναδύονται διάφορα ερωτήματα αναφορικά με το εάν πρέπει να θεσπιστεί ένα
γραπτό Σύνταγμα στο Ηνωμένο Βασίλειο εξαιτίας ίσως των μειονεκτημάτων που διέπουν το
αντίστοιχο ακωδικοποίητο. Προσωπικά, θα ήθελα να σταθώ στον πλεονεκτικό χαρακτήρα του
βρετανικού συντάγματος, επισημαίνοντας ότι, παρόλο που διακρίνεται από ασάφειες, είναι σε
θέση να προσαρμόζεται ανάλογα με τη μεταβαλλόμενη κοινωνικοοικονομική και πολιτική κατάσταση της χώρας χάρη στην ευέλικτη διάσταση του, ικανοποιώντας κατά αυτόν τον τρόπο τις
ανάγκες που ανακύπτουν σε εθνικό επίπεδο.
