Γράφει ο Χάρης Ταβαντζής
Η καθιέρωση των επιδοματικών πολιτικών αποτελεί μια χρόνια παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας.
Είναι μια συνήθης τακτική των κυβερνόντων κομμάτων να επιλέγουν την οικονομική ενίσχυση των πολιτών, ειδικά στα πλαίσια μιας προεκλογικής περιόδου, με σκοπό να αυξήσουν τη δημοτικότητά τους. Δεν είναι λίγες οι φορές μάλιστα, κατά τις οποίες κυβερνήσεις στήριξαν οικονομικά το σύνολο του ελληνικού λαού χωρίς κανένα κριτήριο επιλογής, δίχως να λάβουν υπόψη τα δημοσιονομικά περιθώρια και τις συνέπειες που μπορεί να έχει στην ευημερία της ελληνικής οικονομίας η εν λόγω ενίσχυση.
Η επιδοματική πολιτική στην Ελλάδα
Τους τελευταίους μήνες έχει παρατηρηθεί μια κυβερνητική συμπεριφορά, η οποία παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με την τάση που περιγράφηκε παραπάνω, αλλά και μια βασική διαφορά. Πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας χαρακτηρίστηκε από πρόσωπα της αριστεράς, στην αρχή της θητείας της ως μια «ανάλγητη» φιλελεύθερη παράταξη, και πλέον από άτομα του δεξιού πολιτικού φάσματος ως μια κυβέρνηση, η οποία ακολουθεί σοσιαλιστικές πολιτικές.
Ο λόγος, ο οποίος προκάλεσε αυτήν την απότομη μετάβαση από τον έναν χαρακτηρισμό στον άλλο είναι η επιδοματική πολιτική, στην οποία έχει αναλωθεί η σημερινή κυβέρνηση. Βέβαια, η ειδοποιός διαφορά σε σχέση με παλαιότερες κυβερνήσεις, οι οποίες ακολούθησαν παρόμοια στρατηγική είναι ότι κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής της θητείας η ΝΔ έχει κληθεί να αντιμετωπίσει μια σειρά από κρίσεις, οι οποίες, προφανώς, είχαν αρνητική επίδραση στη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας.
Μπορεί η ευρωπαϊκή οδηγία να ενθαρρύνει τη στήριξη συγκεκριμένων αδύναμων νοικοκυριών, η οποία σαφώς και είναι προτιμότερη από το να μοιράζονται λεφτά σε όλους, ωστόσο οι ιδέες για “pass” στερεύουν και οι ανάγκες των ευάλωτων οικονομικά συμπολιτών μας παραμένουν σταθερές, αν δεν ακολουθούν μια αυξητική πορεία.
Συνεπώς, η πραγματική βοήθεια και στήριξη μπορεί να επιτευχθεί με περισσότερο συνολικές λύσεις. Βεβαίως, και το κράτος οφείλει να είναι δίπλα στον πολίτη, αλλά προσφέροντας διευκολύνσεις και δημιουργώντας σχέσεις υποστήριξης και όχι εξάρτησης.
Πως αλλιώς μπορεί το κράτος να στηρίξει τη κοινωνία;
Ενδεικτική περίπτωση στήριξης είναι τα «άλματα» στην ψηφιοποίηση του Δημοσίου τομέα μέσω του κυβερνητικού έργου του Υπουργού Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Κυριάκου Πιερρακάκη. Για παράδειγμα, η δυνατότητα έναρξης ατομικών επιχειρήσεων με τη χρήση των ψηφιακών μέσων αποτελεί το είδος της ώθησης προκειμένου οι πολίτες να γίνουν παραγωγικοί και οικονομικά ανεξάρτητοι και το οποίο αρμόζει σε ένα φιλελεύθερο κράτος.
Μια έννοια αρκετά παρεξηγημένη από μεγάλη μερίδα του κόσμου, η οποία αφορά αποκλειστικά την παραγωγικότητα και την οικονομική ανεξαρτησία του γενικού πληθυσμού και όχι την πίεση και την περιθωριοποίηση των οικονομικά ασθενέστερων. Η όποια περιθωριοποίηση αφορά όσους επιλέγουν να μείνουν άεργοι και να παρασιτούν εις βάρους των παραγωγικών γραναζιών της κοινωνίας μέσω επιδομάτων.
Φυσικά, το ελληνικό κράτος αν και έχει παρουσιάσει κάποια δείγματα προόδου, δείχνει να υποκύπτει ακόμα μια φορά στο παιχνίδι της μικροπολιτικής. Ενώ λοιπόν, χαιρετίζουμε, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να το κάνουμε, πρωτοβουλίες όπως η χορήγηση χαμηλότοκων δανείων σε νέους για την απόκτηση πρώτης κατοικίας με σκοπό την αντιμετώπιση του δημογραφικού, περιμέναμε και ανάλογη συνέχεια. Λόγου χάρη τα εκτός προϋπολογισμού έσοδα από τα υπερκέρδη των εταιρειών ενέργειας θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν με ένα διαφορετικό τρόπο, από ένα ακόμα επίδομα.
Η ελληνική πραγματικότητα
Η οικονομία, αλλά και η κοινωνία μας για να ξεφύγει από τη μιζέρια και το περιθώριο χρειάζεται να νιώσει και να γίνει παραγωγική. Έχει ανάγκη από προγράμματα πρόσληψης εργαζομένων, από προγράμματα ενθάρρυνσης επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, όπως το “Elevate Greece” ή το πρόγραμμα χρηματοδότησης για δημιουργία ηλεκτρονικών καταστημάτων μέσω ΕΣΠΑ.
Η θεωρία ότι οι συνολικές λύσεις, όπως οι εν λόγω πρωτοβουλίες ή η καθολική μείωση φόρων θα ευνοήσουν τελικά μόνο τους περισσότερο πλούσιους, θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως λαϊκισμός. Η οικονομία είναι ένας κύκλος που αποτελείται από οντότητες, οι οποίες αλληλοεξαρτώνται και αλληλεπιδρούν. Όταν ένας οικονομικά ισχυρός διευκολύνεται μέσω μιας μείωσης φόρου, έστω των εργοδοτικών εισφορών, αυτόματα αυξάνονται τα έσοδα του. Τα εν λόγω έσοδα με τη σειρά του θα τα ρίξει ξανά στην οικονομία, μέσα από αγορές, προσλήψεις ή δημιουργία νέων πρωτοβουλιών.
Ο αντίκτυπος της ενθάρρυνσης της παραγωγικότητας μπορεί να παρουσιαστεί μέσα από διάφορα παραδείγματα όπως το παραπάνω, τα οποία φυσικά αφορούν όλα τα κοινωνικά στρώματα και όχι μόνο τους οικονομικά ισχυρότερους. Η ουσία, όμως, είναι ότι η απάντηση στην στήριξη των οικονομικά ασθενέστερων είναι η ώθηση στην παραγωγικότητα. Η επιδοματική πολιτική προσφέρει παροδική διευκόλυνση, η οποία καθιερώνει την οκνηρία και την αεργία. Τελικά, ο λαός ζητάει περισσότερα και οι εκάστοτε κυβερνήσεις τα προσφέρουν στο βωμό της ψήφου και της ανανέωσης της θητείας για μια ακόμα τετραετία.
Ως νεότεροι, με το χρίσμα να περνάει αργά ή γρήγορα στα χέρια μας, ας επιλέξουμε ποιο μοντέλο προτιμούμε. Το παραγωγικό ή το άεργο; Αυτό που δημιουργεί τις εξελίξεις ή αυτό το οποίο τις παρακολουθεί αμέτοχο και τελικά τις κυνηγάει; Πριν να δώσουμε την τελική μας απάντηση με κριτήριο την άνεση και τον όσο το δυνατόν λιγότερο ιδρώτα, ας ρίξουμε μια ματιά στις μεθόδους των μεγάλων οικονομιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του κόσμου εν γένει.