Γράφει η Βασιλική Μπουρούτη
Οι εκλογές είναι μια διαδικασία βάσει της οποίας ένας πληθυσμός επιλέγει έναν ή περισσότερους αντιπροσώπους του για να τον εκπροσωπήσει σε έναν θεσμό. Οι εκλογές αποτελούν το δημοκρατικότερο μέσο αντιπροσώπευσης και σύστασης αντιπροσωπευτικών σωμάτων σε κάθε είδους βαθμίδα κοινωνικής ομαδοποίησης. Συνήθως γίνεται λόγος για εκλογές σε τοπικό και εθνικό επίπεδο. Οι εκλογές διενεργούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, τα οποία είναι προκαθορισμένα.
Οι εκλογές πραγματοποιούνται με την ψηφοφορία,η οποία αποτελεί αρμοδιότητα του εκλογικού σώματος που είναι το κατεξοχήν ανώτατο όργανο του κράτους.Με τις εκλογές πραγματώνεται άμεσα και δηλώνεται με τρόπο οριστικό η βούληση του εκλογικού σώματος σε δεδομένη στιγμή.
Στην αρχαία Ελλάδα,κυρίως στην Αθηναΐκη Δημοκρατία,η εκλογική διαδικασία ήταν πολύ διαφορετική σε σχέση με σήμερα.Η ψήφος σήμαινε αρχικά λείο πετραδάκι ή βότσαλο(εξ ου και η λέξη ψηφίδα). Προέρχεται από το ρήμα ψάω, που σημαίνει λειαίνω δια της τριβής. Ο όρος ψήφος γενικεύτηκε, σημαίνοντας μέχρι και σήμερα την έκφραση προτίμησης ή γνώμης, ανεξάρτητα αν η διαδικασία γινόταν με βότσαλα ή όχι. Έτσι και ο όρος ψήφισμα επικράτησε να σημαίνει απόφαση ή διάταγμα της Πολιτείας.
Στην Εκκλησία του Δήμου μπορούσαν να συμμετέχουν όλοι οι Αθηναίοι, άνω των 20 ετών, που είχαν πολιτικά δικαιώματα και είχαν υπηρετήσει στο στρατό, χωρίς να εμποδίζονται από εισοδηματικά κριτήρια. Εξαιρούνταν οι γυναίκες, όσοι δεν κατάγονταν από Αθηναίους γονείς, οι μέτοικοι, οι δούλοι και όσοι στερούνταν πολιτικών δικαιωμάτων λόγω καταδίκης.Η ψηφοφορία ήταν φανερή, οι αποφάσεις δηλαδή λαμβάνονταν φανερά με την ανάταση των χεριών για λόγους συντομίας, αργότερα όμως αποφασίστηκε από τα αρχαία αττικά δικαστήρια, να γίνει μυστική.
Αργότερα, με την πάροδο των χρόνων, λόγω των πολλών πολέμων και των πολλών προβλημάτων που έφεραν αυτοί, ο δημοκρατικός αυτός θεσμός, αμφισβητήθηκε και καταπατήθηκε αρκετές φορές. Στα πιό πρόσφατα ιστορικά γεγονότα, εθνικές εκλογές με την διαδικασία της ψήφου, έγιναν μετά την απελευθέρωση του ελληνικού λαού από τους οθωμανούς.
Το ψηφοδέλτιο εισήχθη με την έλευση των Βαυαρών του Όθωνα το 1833 και πρωτοχρησιμοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1834 στις δημοτικές εκλογές του νομού Αργολιδοκορινθίας. Ήταν λευκό και ο ψηφοφόρος σημείωνε χειρόγραφα τον εκλεκτό του υποψήφιο.Το χειρόγραφο ψηφοδέλτιο όμως, καταργήθηκε με το Σύνταγμα του 1864, επειδή οι περισσότεροι Έλληνες ήταν αναλφάβητοι και συνεπώς εύκολα χειραγωγούμενοι από τους κομματάρχες.
Ως μέσο ψηφοφορίας λοιπόν εισήχθη το σφαιρίδιο. Η συνταγματική κατοχύρωση της δια σφαιριδίων ψηφοφορίας είχε σκοπό την διασφάλιση της μυστικότητας της ψήφου.Οι πρώτες εθνικές εκλογές με τη χρήση του σφαιρίδιου έγιναν το 1865, με νικητή τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο.Η ψηφοφορία με σφαιρίδιο γινόταν ως εξής: Σε κάθε εκλογικό τμήμα υπήρχαν τόσες κάλπες όσοι και οι υποψήφιοι. Η κάλπη κάθε υποψηφίου ήταν χωρισμένη εσωτερικά σε δύο μέρη, τα οποία εξωτερικά ξεχώριζαν από το διαφορετικό χρώμα τους.Το δεξιό μέρος ήταν λευκό και έγραφε ΝΑΙ και το αριστερό μαύρο και έγραφε ΟΧΙ. Επάνω στην κάλπη υπήρχε κολλημένος ένας σωλήνας υπό γωνία, ο οποίος κατέληγε σε στρογγυλή οπή.
Ο ψηφοφόρος έπαιρνε από το σφαιροδότη ένα μολυβένιο σφαιρίδιο, σήκωνε ψηλά το χέρι του για να δουν τα μέλη της εφορευτικής επιτροπής ότι κρατά μόνο ένα σφαιρίδιο και στη συνέχεια πλησίαζε την κάλπη, έβαζε το χέρι του μέσα στην οπή του σωλήνα και έριχνε το σφαιρίδιο στο χώρισμα που αντιστοιχούσε στο «ναι» ή το «όχι». Το «ναι» αντιστοιχούσε στην θετική ψήφο και το «όχι» στην αρνητική.Καμιά φορά οι φανατικοί οπαδοί ενός υποψηφίου δάγκωναν το σφαιρίδιο, ώστε να αφήσουν τα ίχνη των δοντιών τους στην επιφάνειά του και να δείξουν την αφοσίωσή τους στον εκλεκτό τους. Από εκεί προέρχεται η έκφραση «το έριξα δαγκωτό».
Ύστερα από μισό αιώνα, ο αναλφαβητισμός υποχώρησε στο 50% και ο τρόπος ψηφοφορίας με σφαιρίδιο θεωρήθηκε απαρχαιωμένος και ζητήθηκε να γύρισουν στο έντυπο ψηφοδέλτιο. Στο Σύνταγμα του 1911, που φέρει τη σφραγίδα του Ελευθέριου Βενιζέλου, δεν συμπεριλήφθηκε η διάταξη του Συντάγματος του 1864 για το σφαιρίδιο και αφέθηκε στον κοινό νομοθέτη η πρωτοβουλία να ορίσει δια νόμου το μέσο ψηφοφορίας. Το έντυπο ψηφοδέλτιο επανήλθε στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές του 1914 και από τις βουλευτικές εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926 είναι το μέσο ψηφοφορίας (μαζί με τον σταυρό προτίμησης) που ισχύει μέχρι σήμερα.
Παρόλα την πρωτοπορία της Ελλάδας για την χρήση δημοκρατικής ψήφου, οι γυναίκες ψήφισαν για πρώτη φορά σε βουλευτικές εκλογές στις 19 Φεβρουαρίου του 1956. Μέχρι τότε, μπορούσαν και ψήφιζαν μόνο στις δημοτικές εκλογές, από το 1934. Εκλογικό δικαίωμα δεν δόθηκε σε όλες, αλλά μόνο σε όσες είχαν κλείσει τα 30 χρόνια και διέθεταν τουλάχιστον απολυτήριο Δημοτικού.
Πέρασε σχεδόν ένας αιώνας μέχρις ότου καταφέρουν οι Ελληνίδες να φτάσουν στην κάλπη, έχοντας κατακτήσει πλήρως το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις βουλευτικές εκλογές του 1956, με τη Λίνα Τσαλδάρη της ΕΡΕ και τη Βάσω Θανασέκου της «Δημοκρατικής Ένωσης» να εισέρχονται στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Η Λίνα Τσαλδάρη έγινε και η πρώτη γυναίκα – υπουργός, καθώς ανέλαβε το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας στην κυβέρνηση Καραμανλή. Την ίδια χρονιά εκλέχθηκε και η πρώτη γυναίκα Δήμαρχος, η Μαρία Δεσύλλα, στην Κέρκυρα.
Η πλήρης κατοχύρωση των πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών ψηφίστηκε στις 28 Μαιου του 1952, χωρίς όμως τελικά να συμμετάσχουν στις εκλογές του Νοεμβρίου, γιατί δεν είχαν ενημερωθεί οι εκλογικοί κατάλογοι. Το 1953, σε επαναληπτική εκλογή στη Θεσσαλονίκη, εξελέγη η πρώτη γυναίκα βουλευτής. Ήταν η Ελένη Σκούρα(«Ελληνικός Συναγερμός»), που μαζί με τη Βιργινία Ζάννα («Κόμμα Φιλελευθέρων»), υπήρξαν οι δυο πρώτες γυναίκες υποψήφιες για το βουλευτικό αξίωμα.
Το γυναικείο κίνημα πέτυχε τη μεγαλύτερη νίκη του, όταν στο Σύνταγμα του 1975 καθιερώθηκε η αρχή της ισότητας των δυο φύλων. Ο αριθμός των γυναικών βουλευτών αυξήθηκε σημαντικά με την πάροδο των χρόνων κι έτσι στη Βουλή του 2023 συμμετέχουν συνολικά 56 γυναίκες.