Γράφει η Κατερίνα Παπαδέα απλή αναλογική
Όπως είναι αναμενόμενο, οι επικείμενες εθνικές βουλευτικές εκλογές βρίσκονται στο επίκεντρο των πολιτικών συζητήσεων και όχι αδικαιολόγητα. Για πρώτη φορά, μετά από τη τριπλή εκλογική αναμέτρηση τη περίοδο του 1989-1990, γνωστή και ως «το βρώμικο ‘89» θα εφαρμοστεί το σύστημα της απλής αναλογικής. Το σύστημα της απλής αναλογικής, που και στη προ δεκαετιών εφαρμογή του δεν ίσχυσε καθαυτό αλλά με παραλλαγές, αφήνοντας ανεξίτηλο ιστορικό σημάδι, παρουσιάζει σημαντικές ιδιαιτερότητες, που καθιστούν το σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης δυσχερές εγχείρημα.

Καθώς, λοιπόν, το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης, κατά τη πρώτη εκλογική αναμέτρηση, φαντάζει μάλλον αδύνατο, με το εν λόγω σύστημα, το ερώτημα μήπως οδηγηθούμε ακόμα και σε τρίτη εκλογική αναμέτρηση φαίνεται να δεσπόζει.
Αρχικά, εν αντιθέσει με την εφαρμογή του συστήματος της ενισχυμένης αναλογικής, η απλή αναλογική δυσχεραίνει το σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης, διότι δεν υφίσταται η ευνοϊκή μεταχείριση υπέρ του πρώτου κόμματος ως προς τον επιπλέον αριθμό εδρών. Στη βάση μιας τελολογικής ερμηνείας, σκοπός του νόμου Παυλόπουλου, με τον οποίο τροποποιήθηκε ο Ν.3231/2004 είναι με το «bonus» των 50 εδρών στο «κόμμα-νικητή» να διευκολυνθεί η δημιουργία ισχυρής απόλυτης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Αν και το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής εξ ορισμού αντιτίθεται στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου, εν τούτοις νομιμοποιείται προς επίτευξη της κυβερνητικής σταθερότητας, που αποτελεί θεμιτό πολιτικό στόχο, μάλλον μη εφικτό με την απλή αναλογική.
Με δεδομένο το «εκλογικό κατώφλι», ότι δηλαδή η είσοδος ενός πολιτικού κόμματος στη Βουλή γίνεται μόνο εφόσον αυτό συγκεντρώσει το 3% των ψήφων του εκλογικού σώματος, προκύπτει ότι κάθε κόμμα που υπερβαίνει το 3% θα πάρει αριθμό εδρών αντίστοιχο με το ποσοστό, το οποίο συγκέντρωσε στις εκλογές.
Στο πλαίσιο αυτό, ο σχηματισμός κυβέρνησης με το σύστημα της απλής αναλογικής είναι δυσεπίτευκτος στόχος, διότι, εκτός του εκλογικού ποσοστού που πρέπει να είναι πάνω από το 50%, πρέπει το ποσοστό του πρώτου κόμματος ή το άθροισμα των ποσοστών των κομμάτων που συμπράττουν να είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των ποσοστών των υπολοίπων κομμάτων, που μένουν εκτός Βουλής.
Επειδή, λοιπόν, η αυτοδυναμία προϋποθέτει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στη Βουλή και επειδή είναι άμεσα εξαρτώμενη από το ποσοστό των κομμάτων που μένουν εκτός Βουλής, μονόδρομος είναι σε δεύτερο στάδιο η διαδικασία των διερευνητικών εντολών προς τον σχηματισμό Κυβέρνησης, όπως ορίζεται στο άρθρο 37 του Συντάγματος. Στο στάδιο αυτό, η ΠτΔ μπορεί, ώστε να σχηματιστεί Κυβέρνηση, να δώσει έως και τρείς διερευνητικές εντολές (στα τρία πρώτα κόμματα), οι οποίες μεταξύ τους απέχουν 3 ημέρες και κάθε μια προϋποθέτει το ατελέσφορο της προηγούμενης. Αν και το δεύτερο αυτό στάδιο κριθεί ανεπιτυχώς και δε σχηματιστεί Κυβέρνηση, τότε θα προκηρυχθούν νέες επαναληπτικές εκλογές σε διάστημα 24-36 ημερών από τις πρώτες.
Στη περίπτωση των επαναληπτικών εκλογών θα εφαρμοστεί εκλογικός νόμος διαφορετικός από αυτόν του 2016 ( δηλαδή ο εκλογικός νόμος 4654/2020), ο οποίος θα ενισχύει το πρώτο κόμμα, με επαναφορά στο σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής , προς διευκόλυνση του σχηματισμού Κυβέρνησης. Στη βάση του εκλογικού νόμου που ψηφίστηκε τον Ιανουάριο του 2020, αν το πρώτο κόμμα λάβει ποσοστό έως και 25%, θα λάβει «bonus» 20 εδρών και για κάθε 0,5% θα παίρνει επιπλέον μία έδρα.
Οι 50 επιπλέον έδρες θα δοθούν προοδευτικά στο πρώτο κόμμα, ανάλογα με το ποσοστό των εδρών που έχει συγκεντρώσει και εφόσον έχει λάβει το 40% των εγκύρων ψήφων. Σε αυτές τις επαναληπτικές εκλογές δεν θα υφίσταται κανένας περιορισμός κομμάτων, ενώ η αυτοδυναμία θα ανέρχεται στο 37-39%. Αν και πάλι καταστεί αδύνατος ο σχηματισμός Κυβέρνησης, τότε θα προχωρήσουμε σε τρίτες εκλογές, που μάλλον είναι ένα λιγότερο πιθανό σενάριο, όπως ακριβώς και η πιθανότητα να υπάρξουν Κυβερνήσεις συνεργασίας.
Συνεπώς, το σύστημα της απλής αναλογικής, όπως ψηφίστηκε από τη συγκυβέρνηση «ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ», στηρίζει την υπόσταση του στο δίπτυχο δημοκρατία και παρατεταμένη ακυβερνησία, ενώ είναι ένα περισσότερο ανεπαρκές μέσο προς επίτευξη της κυβερνητικής σταθερότητας, που αποτελεί τον κατεξοχήν πολιτικό στόχο. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι είναι αναπόφευκτο να μη συσταθούν δεύτερες κάλπες και εφικτό, αλλά λιγότερο πιθανό, να υπάρξει η απαραίτητη συνεργασία των κομμάτων ( Ν.Δ- ΠΑΣΟΚ ή ΠΑΣΟΚ- ΣΥΡΙΖΑ- ΜΕΡΑ 25) προς σχηματισμό Κυβέρνησης και έγκαιρη έναρξη του κυβερνητικού έργου.