Γράφει η Κωνσταντίνα Μαύρου
Η σημασία της άσκησης του δικαιώματος της ψήφου στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία
Αρχής γενομένης από την επανάσταση του 1821 και την σύσταση του ελληνικού κράτους, κύριο μέλημα των επαναστατών, παρά τις – τότε – υφιστάμενες αντιξοότητες ήταν η σύγκλιση Εθνοσυνέλευσης για την ψήφιση ενός θεμελιώδους νόμου, που θα διέπει την οργάνωση και λειτουργία της κρατικής εξουσίας, κατοχυρώνοντας, παράλληλα, τα δικαιώματα των πολιτών και καθορίζοντας τις βασικές τους υποχρεώσεις.
Ο λόγος, προδήλως, για το Σύνταγμα, που, όπως ιστορικά αποδεικνύεται είναι υψίστης σημασίας για τον ελληνικό λαό. Έναν λαό, που πιστεύοντας στα ιδεώδη και στη χρησιμότητα αυτού, έχει βγει στους δρόμους, έχει φωνάξει κι έχει απαιτήσει τη δημιουργία του ακόμη και σε περιόδους ένδειας και πενιχρότητας. Αρκετοί, μάλιστα, μελετητές έχουν τονίσει την παραδοξότητα των εν λόγω ενεργειών, μη κατανοώντας αυτή την αδιάλειπτη επιμονή των κοινωνών, ιδίως σε χρονικά διαστήματα ιδιαίτερης βοιωτικής εξαθλίωσης.
Από το «Σύνταγμα της Επιδαύρου», μέχρι και την τελευταία αναθεώρηση του «Συντάγματος του 1975», ευλόγως έχουν υπάρξει ατέρμονες μεταβολές, τόσο όσον αφορά το περιεχόμενο του κειμένου όσο και την ίδια την κοινωνία, το πολιτικό καθεστώς, την οικονομία, το περιβάλλον και την τεχνολογία.
Η ιστορία είναι μακρά και τα κύματα για την επικράτηση της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, επίσης, πολλά.
Σε αυτά τα διακόσια και χρόνια ιστορίας, λοιπόν, κεκτημένη θεωρείται, πλέον η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Κάθε μορφή εξουσίας εκπορεύεται ουσιαστικά από τον λαό, με τον ίδιο να επιλέγει – υπό κανονικές συνθήκες – ανά τετραετία τους αντιπροσώπους του, οι οποίοι, κατά τη δική τους συνείδηση, προχωρούν στις απαραίτητες ενέργειες για την υπεράσπιση των συλλογικών συμφερόντων.
Αυτό θα κληθεί να πράξει και φέτος το εκλογικό σώμα, κατ’ αφετηρία στις 21 Μαΐου, όποτε και θα στηθούν οι κάλπες, όπως ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο κίνδυνος της εκλογικής αποχής στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία
Τα τελευταία χρόνια, οι πολίτες φαίνεται να απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο από την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν, με τη συμμετοχή στις εθνικές εκλογές του 2019 να αγγίζει μόλις το 57,78%, σύμφωνα με δημοσιευμένα στοιχεία του Υπουργείου Εσωτερικών.
Η συγκεκριμένη αποσόβηση, είναι επακόλουθο πληθώρας αιτιών και παραγόντων (σκάνδαλα διαφθοράς, πελατειακές σχέσεις, ασυνέπεια κτλ.), που έχουν κλονίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών προς το σύστημα και τους πολιτικούς, υιοθετώντας την πεποίθηση του «όλοι ίδιοι είναι» και «τίποτα δεν θα αλλάξει».
Δημιουργεί, παράλληλα, κι αρκετούς προβληματισμούς αναφορικά με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα, που έχει η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, όταν – σχεδόν – ο μισός ενήλικος πληθυσμός, επιλέγει, να μην επιλέξει, με την εμπιστοσύνη στο κυβερνών κόμμα, να δίδεται από έναν μικρό αριθμό ψήφων σε σχέση με το σύνολο των ατόμων, που ζουν στη χώρα και θα επωμιστούν τις συνέπειες των αποφάσεων.
Πράγματι, ο μικρός αυτός αριθμός αποτελεί την πλειοψηφία, αλλά πώς μπορεί να ονομαστεί το οποιοδήποτε ποσοστό «πλειοψηφία», όταν ο αριθμός της αποχής, υπερέχει;
Η σημασία της άσκησης του δικαιώματος της ψήφου
Πολλά είναι τα δάκτυλα, που κουνιούνται επιτακτικά το τελευταίο διάστημα, προτρέποντας τους πολίτες να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα. Η αποκατάσταση, όμως, της εμπιστοσύνης προς τις διαδικασίες και η επανένωση της κοινωνίας με την πολιτική, απαιτεί πολλά περισσότερα από εύηχες λέξεις τοποθετημένες σε αίολες προτάσεις, χωρίς πιθανότητα υλοποίησης.
Απαιτεί ειλικρίνεια και πράξεις. Πράξεις και ειλικρίνεια.
Σε ένα σύστημα έμμεσης δημοκρατίας, οι εκλογές και η άσκηση του δικαιώματος της ψήφου, αποτελούν την ύψιστη στιγμή, για την κατάδειξη του κομβικού ρόλου των πολιτών, οι οποίοι επιλέγουν τους αντιπροσώπους τους, δίνοντάς τους τη δύναμη να καθορίσουν τις εξελίξεις.
Εύλογα, εξάγεται, λοιπόν, το συμπέρασμα ότι όσο μεγαλύτερη είναι η συμμετοχή στην ψηφοφορία, τόσο η εκπροσώπηση αυτή, θα αφουγκράζεται τον παλμό της κοινωνίας, αλλά και θα έχει την αποδοχή αυτής, συμπεριλαμβάνοντας και τις μειοψηφούσες φωνές.
Όταν – σχεδόν – το 1/2 του πληθυσμού απέχει, όμως, από τις κάλπες, το αποτέλεσμα αντανακλά, επακόλουθα, το ήμισυ της κοινωνίας, υποσκάπτοντας τα θεμέλια της αντιπροσωπευτικότητας.
Το δικαίωμα της ψήφου είναι, φυσικά, δικαίωμα επιλογής. Ψηφίζω, γιατί θέλω να ψηφίσω. Θέλω να έχω ακουστεί και θέλω να μην αποφασίσουν οι άλλοι για εμένα.
Μια ψήφος παραπάνω ή μια λιγότερη – πιθανότατα – υπό το πρίσμα του ρεαλισμού, δεν θα κάνει τη διαφορά. Η έλλειψη αυτής είναι, βέβαια, εξαρχής καταδικασμένη στο να μην κάνει τίποτα. Ένα τίποτα τόσο εκκωφαντικά σιωπηρό, που αν φώναζε, θα είχε την ισχύ να αλλάξει τα πάντα.
Άλλωστε, όπως είχε αναφέρει και ο αμερικανός πρόεδρος, Αβραάμ Λίνκολν, «Η ψήφος είναι πιο δυνατή από τη σφαίρα. Με τη σφαίρα μπορεί να σκοτώσεις τον εχθρό σου. Με τη ψήφο μπορεί να σκοτώσεις το μέλλον των παιδιών σου»